Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Η ξενότητα ,

Η ξενότητα ,
του Πέτρου Θεοδωριδη
«Αλήθεια -έγραφε ο Nietzsche- τι γνωρίζει ο άνθρωπος για τον ίδιο του τον εαυτό; Πράγματι μπόρεσε ποτέ, έστω και για μια μόνο φορά, να αντιληφθεί πλήρως τον εαυτό του σαν να βρισκόταν σε μια γυάλινη βιτρίνα;»

Η ξενότητα ,
Στον Πύργο ΄-του Κάφκα - :ο Κ θέλει να εισέλθει στον Πύργο αλλά μένει πάντα απ έξω γιατί είναι ξένος :«Κοιτάζετε τον Πύργο;»ρώτησε με περισσότερη ευγένεια από ότι περίμενε ο Κ αλλά με έναν τόνο πού έδειχνε κάποια αποδοκιμασία για τη στάση αυτή του Κ « Ναι »είπε ο Κ «είμαι ξένος κι έφτασα μόλις χτες το βράδυ στον τόπο σας» « Δεν σας αρέσει ο Πύργος» ρώτησε ο δάσκαλος γρήγορα. «Πως;»ξαναρώτησε ο Κ λίγο αιφνιδιασμένος και επανέλαβε αμέσως την ερώτηση με ηπιότερο τόνο «Αν μου αρέσει ο Πύργος ;Γιατί νομίζετε ότι δεν μου αρέσει;» «Σε κανένα ξένο δεν αρέσει»είπε ο δάσκαλος.*


Όπως ο Slavoj Zizek επισημαίνει η αποξένωση ,η έλλειψη γνώσης του άλλου αποτελεί τον κανόνα στις ανθρώπινες σχέσεις: «Είσαι η σύζυγος μου- τελικώς τι ξέρεις γι αυτό; Είσαι ο κυριος μου -΄στην πραγματικότητα, είσαι τόσο σίγουρος γι αυτό;»Αυτό που δημιουργεί την θεμελιωτική αξία τούτων των λέξεων(του ΛΑΚΆΝ στο σεμιναριο ΙΙΙ) είναι αυτό που είναι εμφανές στην προσποίηση ,ότι ο άλλος είναι εκεί ως απόλυτος Άλλος . Απόλυτος ,δηλαδή αναγνωρίζεται αλλά δεν γνωρίζεται.**



Και αλλού «Μπορούμε να ανά-γνωρίσουμε τον άλλο ΄ως πρόσωπο μόνο στον βαθμό που ,με ριζοσπαστική έννοια παραμένει άγνωστος σε μας η αναγνώριση υπαινίσσεται την απουσία της γνώσης. Ένα γείτονας εντελώς διάφανος και ανοιχτός σε μας δεν είναι πια ένα *πρόσωπο{,δεν σχετιζόμαστε πλέον μαζί του σαν σε άλλο πρόσωπο: Η διύποκειμενικότητα βασίζεται πάνω στο γεγονός ότι ο άλλος γίνεται αντιληπτός φαινομενολογικά ως μια « άγνωστη ποσότητα»,ως μια απύθμενη άβυσσος την οποία δεν μπορούμε ποτέ να βυθομετρήσουμε»***
Ο ζιζεκ περιγράφει τις ι τρεις διαστάσεις του «άλλου»(με τη λακανική έννοια του όρου «Καταρχάς υπάρχει ο φαντασιακός άλλος ΄οι άλλοι άνθρωποι «σαν εμένα»,οι συνάνθρωποι μου με τους οποίους εμπλέκομαι σε κατοπτρικές σχέσεις ς ανταγωνισμού, αναγνώρισης και ουτω καθεξής. Εν συνεχεία, υπάρχει ο συμβολικός *μεγάλος Άλλος{ ΄η υφισταμένη ουσία [substance} της κοινωνικής μας ύπαρξης , το απρόσωπο σύνολο κανόνων πού συντονίζουν την συνύπαρξη μας. Τέλος υπάρχει ο Άλλος ως Πραγματικό, το αδύνατο Πράγμα, ο « απάνθρωπος εταίρος» ο «Άλλος » με τον οποίο είναι αδύνατος οποιοσδήποτε συμμετρικός διάλογος πού να διαμεσολαβείται από τη συμβολική τάξη . Και είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε ότι αυτές οι τρεις διαστάσεις συνδέονται . Ο πλησίον ως το Πράγμα σημαίνει ότι ,κάτωθεν του πλησίου ως ομοίου, ως κατοπτρικής εικόνας μου, πάντοτε καραδοκεί η ανεξιχνίαστη άβυσσος της ριζικής Ετερότητας, ενός τερατώδους Πράγματος που δεν μπορεί να *«εξευγενιστεί»****




Παρόμοια ο Bataille μας θυμίζει πως η ασυνέχεια ,η διαφορά ενυπάρχει στην πραγματικότητα «Κάθε όν διαφέρει από όλα τα άλλα. Η γέννηση του, ο θάνατος του και τα γεγονότα της ζωής του μπορεί να έχουν ενδιαφέρον για τα άλλα όντα αλλά αυτό είναι το μόνο άμεσα ενδιαφερόμενο. Μόνο αυτό γεννιέται. Μόνο αυτό πεθαίνει. Μεταξύ ενός όντος και ενός άλλου υπάρχει μια άβυσσος, υπάρχει μια διακοπή» «Αυτή η άβυσσος βρίσκεται για παράδειγμα ανάμεσα σε σας πού με ακούτε και σε μένα που σας μιλώ. Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε, αλλά καμία επικοινωνία μεταξύ μας δεν θα μπορέσει να εξαλείψει μια πρωταρχική διαφορά. Αν πεθάνετε εσείς δεν είμαι εγώ που πεθαίνω. Είμαστε, εσείς κι εγώ όντα διακεκομμένα» *****.
Ενώ η Κριστεβα διακρίνει τον ξένο στον ίδιο τον πυρήνα της ταυτότητας μας «Παραδόξως ΄-λέει η Κριστεβα- ο ξένος μας κατοικεί, είναι η κρυμμένη πλευρά της ταυτότητας μας, ο τόπος όπου ερημώνεται η κατοικία μας, ο χρόνος κατά τον οποίο ναυαγούν η συναίνεση και η συμπάθεια..»******
------------------------------------------------------------------------------------------

*Φραντς Καφκα Ο Πύργος

** Slavoj Zizek, Μιλησε κανείς για ολοκληρωτισμό

*** Slavoj Zizek, For they Know not what they do , enjoyment aw a political Factor

**** Slavoj Zizek, Μιλησε κανείς για ολοκληρωτισμό

***** GEORGES Bataille Ο ερωτισμος

****** Julia Kristeva,Ξένοι μέσα στον εαυτό μας.

Καλωσορίσατε στην Έρημο του «Ευρωπαϊκού» Καπιταλισμού—Δημήτρη Σωτηρόπουλου και Γιάννη Μηλιού

Καλωσορίσατε στην Έρημο του «Ευρωπαϊκού» Καπιταλισμού—Δημήτρη Σωτηρόπουλου και Γιάννη Μηλιού

αποσπασμα
''
Είδαμε και προηγουμένως ότι η στρατηγική του ευρώ αντιστοιχεί σε ένα μηχανισμό που μεταφέρει διαρκώς πιέσεις για αναδιοργάνωση της εργασίας στις διαφορετικές χώρες-μέλη. Από αυτή την άποψη οι εργαζόμενοι πλήττονται συστηματικά τόσο στο «κέντρο» όσο και στην «περιφέρεια» της ευρωζώνης. Και εάν η Γερμανία κατόρθωσε να διατηρήσει χαμηλό εργατικό κόστος κυρίως μέσα από τη συμπίεση των μισθών, αυτό οφείλεται τόσο στους συγκριτικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όσο και στις ανταγωνιστικές πιέσεις που δέχτηκαν τα ατομικά της κεφάλαια μέσα στον ίδιο πάντα μηχανισμό του ευρώ.32
Ο μηχανισμός του ευρώ αποτελεί ένα ιδεατό διάγραμμα οργάνωσης της καπιταλιστικής εξουσίας. Στην πράξη, ωστόσο, η προσαρμογή δεν μπορεί να είναι τέλεια. Όταν οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα (εισοδήματα + παραγωγικότητα) αποκλίνουν σημαντικά (όποια και εάν είναι η αιτία), θα πρέπει να υπάρξει μία κάποια “διόρθωση”. Ο μηχανισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν μπορεί να έχει ρόλο στο εσωτερικό του ευρώ, αλλά έτσι και αλλιώς ποτέ δεν αποτέλεσε αξιόπιστο μηχανισμό διόρθωσης των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα (στο βαθμό που αναφερόμαστε σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες). Η δυνατότητα της υποτίμησης πολλές φορές μάλιστα αποβαίνει “θετική” για την εργασία αμβλύνοντας τις πιέσεις που μεταφέρει ο διεθνής ανταγωνισμός και έτσι ποτέ δεν συγκαταλέγεται στις “πρώτες επιλογές” του συλλογικού κεφαλαιοκράτη.
Τα επενδυτικά κεφάλαια των περισσότερο ανταγωνιστικών χωρών του “κέντρου” αναζητούσαν υψηλότερη κερδοφορία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των χωρών της “περιφέρειας”. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσαν τους ήδη σημαντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ στις τελευταίες, “χρηματοδοτώντας” σε κάποιο βαθμό τις ίδιες τις εξαγωγές του “κέντρου”. Οι ροές κεφαλαίων προς την “περιφέρεια” αντιστάθμιζαν το κόστος συμμετοχής στην ενιαία αγορά, ενώ παράλληλα, δημιουργούσαν όρους “συγκράτησης” της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος μέσα από την απορρύθμιση της εργασίας (βλ. παραπάνω). Συνεπώς, όπως είδαμε και προηγουμένως, είναι η ίδια η συγκρότηση της ζώνης του ευρώ εκείνη που συνέβαλλε στη συνέχιση των ασυμμετριών στα ισοζύγια των τρεχουσών συναλλαγών και στις αποκλίσεις στα μοναδιαία κόστη εργασίας και τον πληθωρισμό (ανταγωνιστικότητα). Αυτό σε γενικές γραμμές ήταν το αποτέλεσμα που προέκυψε όταν κάτω από τη “στέγη” του ίδιου νομίσματος και της ίδιας νομισματικής πολιτικής (επί της ουσίας δηλαδή των ίδιων ονομαστικών επιτοκίων) “συμβίωσαν” κοινωνικοί σχηματισμοί με διαφορετικές διαδρομές πραγματικής μεγέθυνσης.
Εντούτοις, θα πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί όταν πρόκειται να εξειδικεύσουμε τα προηγούμενα συμπεράσματα. Όπως φαίνεται από τα πρόσφατα δεδομένα της Eurostat, στην περίπτωση της Ελλάδας η πραγματική αποτελεσματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC-based real effective exchange rate REER-ULC, υπολογισμένη για τις 36 χώρες που συναπαρτίζουν το δείγμα της Eurostat) βρίσκεται στο τέλος του 2009 ανατιμημένη κατά μόλις 7,6% σε σχέση με το 1999 (το εν λόγω μέγεθος αποτυπώνει την ανταγωνιστικότητας ήταν αισθητά μικρότερη στην Ελλάδα από την αντίστοιχη μείωση στην Ιρλανδία, την Ισπανία την Πορτογαλία και τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.33
Συγκεκριμένα διαπιστώνουμε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η REER-ULC υποχώρησε κατά 0,6% το 2006 για να αυξηθεί κατά 1,3% το 2007, 1,5% το 2008 και 3,9% το 2009. Στο σύνολο της ευρωζώνης των 16 χώρων η ίδια μεταβλητή υποχώρησε κατά 0,4% το 2006 και στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 1,6%, 3,4% και 4,7%.34 Αυτό σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε σε σχέση με το σύνολο των ευρωζώνης. Επιδεινώθηκε, βέβαια, τόσο σε σχέση με τη Γερμανία (στην οποία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των ονομαστικών αποδοχών των εργαζομένων για την περίοδο 2001–2009 δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,4%) όσο και σε σχέση με εξαγωγικές χώρες, τα εθνικά νομίσματα των οποίων υποτιμήθηκαν σε σχέση με το ευρώ.
Είναι, επίσης, ένας μεγάλος μύθος η άποψη ότι η ΟΝΕ ικανοποιεί αποκλειστικά τα “λαίμαργα” σχέδια της ανταγωνιστικής Γερμανίας. Ο ίδιος μύθος συνεχίζει ότι οι “σπάταλες” χώρες της “περιφέρειας” αντιστάθμισαν την καταναλωτική “φειδωλότητα” της Γερμανίας. Είδαμε ότι ο συλλογισμός αυτός είναι λανθασμένος και ότι οι ασυμμετρίες στις τρέχουσες συναλλαγές πρέπει να ερμηνευτούν διαφορετικά. Επιπλέον, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ενώ η αύξηση των γερμανικών εξαγωγών την περίοδο από το 1999 μέχρι το 2007 ήταν ραγδαία (της τάξης του 89%), η συνεισφορά στην αύξηση αυτή των υποτιθέμενων “άσωτων” χωρών της “περιφέρειας” (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) ήταν μόνο κατά 6,8%.35 Οι τέσσερες εν λόγω χώρες απορροφούσαν μόνο το 6,4% των γερμανικών εξαγωγών.
Από την παρατήρηση αυτή συνάγονται δύο πολύ βασικά συμπεράσματα. Καταρχάς, η πτώση στην εσωτερική ζήτηση εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας στις χώρες της ευρωπαϊκής “περιφέρειας” μόνο οριακή επίδραση θα έχει στις συνολικές γερμανικές εξαγωγές. Τα τελευταία 20 χρόνια η Γερμανία έχει στρατηγικά “προσανατολίσει” τις εξαγωγές της σε αγορές πέραν της ευρωζώνης, ενώ η συγκρότηση της ΟΝΕ δεν έχει τροποποιήσει σημαντικά την τάση αυτή. Για παράδειγμα, το 1991 οι χώρες που θα απάρτιζαν αργότερα την ευρωζώνη απορροφούσαν το 51,3% των συνολικών γερμανικών εξαγωγών. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 45,1% το 1998, παραμονή της παγίωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο ίδιος λόγος το 2007 είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο 43,7%.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο γερμανικός καπιταλισμός, μετά από την ύφεση της τάξης του 4% το 2009 εξαιτίας της περιστολής στο παγκόσμιο εμπόριο, αναμένει να ευνοηθεί από την ενίσχυση της ζήτησης στο υπόλοιπο κόσμο (πέραν, δηλαδή, της νεοφιλελεύθερης ευρωζώνης).36 Παρά το ότι η ζήτηση στο εσωτερικό τηςευρωζώνης θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα και τον επόμενο χρόνο, η Γερμανία εκτιμάται ότι θα μεγεθύνει το ΑΕΠ της με ρυθμό 2%, σχεδόν διπλάσιο από το “αισιόδοξο” 0,9% της υπόλοιπης ευρωζώνης. Όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα 3, το 56,5% των γερμανικών εξαγωγών αφορούν αγορές εκτός της ευρωζώνης και συνεισφέρουν 47,8% στο ΑΕΠ. Βλέπουμε, επίσης, ότι εντελώς διαφορετικά αναμένεται να είναι τα πράγματα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Οι εξαγωγές της Πορτογαλίας και της Ισπανίας απευθύνονται κυρίως στο εσωτερικό της ΟΝΕ και έχουν μικρή συμβολή στο ΑΕΠ. Όσον αφορά στις ελληνικές εξαγωγές, παρότι κατευθύνονται κυρίως εκτός ΟΝΕ σε ποσοστό αντίστοιχο με το γερμανικό, δεν συνεισφέρουν σημαντικά στο ΑΕΠ.''

Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας . ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΖΕΡΒΑ ..(ΕΝΔΙΑΦΕΡΩΝ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕ Σ ΕΚΛΕΚΤΈς ΣΥΜΜΕΤΟΧΈΣ )

Χθες ήμουνα χωρίς ίντερνετ και καλύβα – και μου βγήκε σε καλό: διάβασα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, από τη στοίβα με τα αδιάβαστα. Πρόκειται για το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας – έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Εκδ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ, Θεσσαλονίκη 2004.
Καταρχήν θέλω να σημειώσω πως έμεινα έκπληκτος από την ίδια τη γραφή: σπάνια, σπανιότατα, συναντάει κανείς βιβλία γραμμένα με αυτή τη θουκυδίδεια πυκνότητα, την ακριβολογία και την αποφυγή του περιττού! Ο λόγος του Θεοδωρίδη λιτός, δωρικός, ευθύβολος, σαφής – η χαρά του αναγνώστη!
Όπως προκύπτει από τον τίτλο, ο συγγραφέας ασχολείται με θέματα που είναι και ενδιαφέροντα και επίκαιρα. Το κείμενο διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη, επίμετρο, βιβλιογραφία και ευρετήριο όρων και ονομάτων. Προηγείται μια περιπλάνηση στις σύγχρονες ερμηνείες του εθνικισμού (προβλήματα ορισμού και ερμηνείας, οι εθνοτιστές, η «πρώτη ύλη» του έθνους), ακολουθούν οι διακρίσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας (πολιτικός και πολιτιστικός εθνικισμός), έπεται η νεωτερικότητα της εθνικιστικής ιδεολογίας και, τέλος, εξετάζονται οι ταυτότητες στη νεωτερικότητα: προσωπική ταυτότητα, εθνική ταυτότητα και ιδιότητα του πολίτη. Στο επίμετρο (οι ταυτότητες στη εποχή της «ανακλαστικής» νεωτερικότητας) ο συγγραφέας ασχολείται, με τον ίδιο συνοπτικό τρόπο που χαρακτηρίζει ολόκληρο το βιβλίο, με το σήμερα και τις πιθανές προεκτάσεις στο μέλλον.
Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου είναι η εξής:
Η αποσύνθεση και η ανασύνθεση των προσωπικών, πολιτικών και συλλογικών ταυτοτήτων τις μεταμορφώνει σε άπιαστες και φευγαλέες. Γι’ αυτούς τους μετασχηματισμούς των ταυτοτήτων προσπαθούμε ακόμα να μιλήσουμε, χρησιμοποιώντας παλαιές λέξεις, είδωλα μιας παλαιότερης εποχής. Προσπαθούμε να διακρίνουμε μέσα από τις χαραμάδες των παλαιών εννοιών και λέξεων το νέο οργιαστικό τοπίο που διαμορφώνεται στην παγκόσμια κοινωνία. Όμως, οι ίδιες λέξεις που μας εκφράζουν, μας εμποδίζουν κιόλας – σαν παρωπίδες- να διακρίνουμε αυτό που βρίσκεται μπροστά μας. Η πραγματικότητα, πολιτική και κοινωνική και το νέο της ήθος, συνεχίζει να περιφέρεται πλάι μας αδιάφορη, προκλητικά περίπλοκη και, κυρίως, ανέκφραστη. Όπως θα έλεγε και ο Ulrich Beck την ώρα που το πολιτικό ή η ταυτότητα -σαν το λιοντάρι – έχει προ πολλού ξεφύγει και περιπλανάται σε νέους αγριότοπους, εμείς συνεχίζουμε να ταΐζουμε το άδειο κλουβί του.
*
Διαβάζοντας το βιβλίο σημείωσα πολλές αντιρρήσεις, καθώς αυτά που (νομίζω ότι) γνωρίζω ερχόντουσαν συχνά σε αντίθεση με τις θέσεις του συγγραφέα. Αλλά, δεν είναι αυτό το αντικείμενο του ποστ: εδώ θέλω απλά να σας παρουσιάσω ένα έργο που εκτίμησα ιδιαίτερα – και που αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον σας.

' Ερωτας Θνητος Απωθημένος θάνατος



Αποσπασμα απο το '' Ερωτας Θνητος Απωθημένος θάνατος ''


του Πέτρου Θεοδωριδη : Δημοσιευτηκε στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ ,ΤΕΥΧΟς 7. απριλιος 2007






«Τι διακρίνουν τα ζευγάρια σ ένα ανοιγόκλεινα των βλεφάρων; Την υπόσταση της εμφάνισης και της εξαφάνισης, την αλήθεια του σώματος και του μη σώματος, το όραμα της παρουσίας που σβήνει μέσα στη λαμπρότητα:καθαρή ζωτική ορμή, παλμός του χρόνου»



Το δεξιό ημισφαίριο του εγκέφαλου- σύμφωνα με τον στοχαστή και ψυχοθεραπευτή P. Watzlawick- «έχει πολύ μικρότερη ικανότητα από το αριστερό να τοποθετεί τα γεγονότα στο χρόνο και να ξεχωρίζει τις διάφορες χρονικές αλληλουχίες.» Στο ημισφαίριο αυτό δεσπόζει η εικόνα ,η αναλογία, η ανάμνηση περιστατικών καθώς και των διαθέσεων και των αισθημάτων που αρχικά τις συνόδευαν.Ονομάζεται συχνά σιωπηλό ημισφαίριο, τόσο πρωτόγονη είναι η γλώσσα του. Οι έννοιες του είναι διφορούμενες, έχει την τάση να βγάζει άλογα συμπεράσματα βασισμένα σε παρηχητικους συνειρμούς και στην σύγχυση ανάμεσα στην κυριολεκτική και στη μεταφορική σημασία, να μεταχειρίζεται την συνεκδοχή, το συμφυρμό το διφορούμενο




Το δεξιό ημισφαίριο σκέφτεται με εικόνες και θυμίζει τις διεργασίες του Ονείρου. Το Όνειρο στη φροϋδική έννοια του όρου χαρακτηρίζεται από μεταφορές, προσμίξεις και συμπυκνώσεις:διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα αλλά εμφανίζεται σχεδόν άχρονο. «Η Συμπύκνωση είναι μαζί με την μετατροπή μιας σκέψης σε περιστατικό τα πιο ιδιότυπα χαρακτηριστικά του ονείρου» έλεγε ο Φρουντ


Αλλά και η μετάθεση, η μεταφορά, η εικονογράφηση περιστατικών. Από τη γλώσσα του δεξιού ημισφαιρίου,- όπως και από τη γλώσσα του ονείρου - λείπει η τελειοποιημένη, λογική σύνταξη της σημειακής επικοινωνίας, προπαντός η έννοια της άρνησης δηλαδή λέξεις όπως μη ,καθόλου, κανείς ,ποτέ, πουθενά που είναι απαραίτητες για την άμεση έκφραση της ιδέας της ανυπαρξίας, της απουσίας.


Ετσι« είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να παραστήσει κανείς με μια εικόνα το μη συμβάν. Η πρόταση, ο άνδρας φυτεύει ένα δέντρο παρασταίνεται εύκολα μ ¨ένα απλό σκίτσο όχι όμως και το αντίθετο της ,«ο άνδρας δεν φυτεύει ένα δέντρο»


Για το δεξιό ημισφαίριο και όπως και «για το (φρουδικό) ασυνείδητο- ο θάνατος είναι παντελώς ασύλληπτος και ως εκ τούτου ανύπαρκτος .Καθώς το ασυνείδητο δεν γνωρίζει το όχι, δεν έχει τρόπο να αρνηθεί την αδιάφορη ροή της ζωής του . Κανένας άνθρωπος δεν συνυπάρχει με την ιδέα του θανάτου αλλά ,αντίθετα είναι σίγουρος ότι έχει συνάψει μια συμφωνία αθανασίας»


Καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών ,η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων μας οδηγούν σε μια τάση σταματήματος του. Επιθυμούμε να σταματήσουμε τον χρόνο να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών. Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης, του θανάτου.



Όμως όπως μας προειδοποιεί ο Richard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης» δεν μας βοηθάει. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας σαν τέτοιος ,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας. «Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν



Το ένστικτο του θανάτου γράφει ο H Marcuse λειτουργεί κάτω από την αρχή της Νιρβάνα :Τείνει προς την κατάσταση της «διαρκούς ικανοποίησης » όπου καμία ένταση δεν γίνεται αισθητή – μια κατάσταση χωρίς έλλειψη. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η ερωτική ευτυχία συνδέεται με την ανακατάκτησης του χρόνου, του Temps retrouve, του χρόνου της ικανοποίησης και της πλήρωσης.


Ο έρωτας συγκινείται από την ενθύμηση χρησιμοποιεί τη μνήμη στην προσπάθεια του να νικήσει τον χρόνο μέσα σε ένα κόσμο κυριαρχούμενο από τον χρόνο, αλλά εφόσον ο χρόνος διατηρεί την ισχύ του επάνω στον έρωτα η ευτυχία είναι ουσιαστικά ένα πράγμα του παρελθόντος «Η τρομερή καταδίκη που λέει ότι μόνο οι χαμένοι παράδεισοι είναι οι πραγματικοί κρίνει και ταυτόχρονα διασώζει το Temps Perdue. Οι χαμένοι παράδεισοι είναι οι μόνοι αληθινοί όχι επειδή μέσα στην ανασκόπηση , η παρωχημένη χαρά φαίνεται πιο όμορφη από όσο ήταν πραγματικά αλλά επειδή μόνο η ενθύμηση παρέχει τη χαρά χωρίς το άγχος για το πέρασμα της και ετσι της δίνει μια αλλιώτικα αδύνατη διάρκεια . Ο χρόνος χάνει την ισχύ του όταν η ενθύμηση ανακτά το παρελθόν .''


------------------------------------------------------------------------------------------------
Octaviο Paz ,Η διπλή φλογα , Έρωτας και Ερωτισμός,Μτφ Σρα Μπενβενιστε , Μαρία Παπαδήμα Εξάντας – Νήματα (1993 ,1996
Watzlawick, P (1986[1978]).Η γλώσσα της Αλλαγής,μεταφραση Α.Νίκας,Αθήνα :Κεδρος σ46
Σ Φρόιντ, Όνειρο και Τηλεπάθεια. εκδ Επίκουρος, Αθήνα 1983.σ 29
Αλντο Καροτενουτο. Αγάπη και προδοσία


Richard Rorty ,Τυχαιότητα , Ειρωνεία, Αλληλεγγύη, μτφ Κώστας Κουρεμένος εκδ Αλεξάνδρεια(1989)2002
H Marcuse Ερως και πολιτισμός ,Μτφ Ιωάννης Αρζόγλου Καλβος Αθήνα (1955)1977 σ 237

Φρόιντ : Περι της ορμής του Θανάτου

Φρόιντ : Περι της ορμής του Θανάτου


Το επόμενο βήμα το εκανα με το Πέρα από την αρχή της Ηδονής (1920) όταν παρατηρησα για πρώτη φορά τον ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα της επανάληψης και τον συντηριτικό χαρακτηρα της ορμικής ζωής ....έβγαλα το συμπέρασμα ότι, εκτός από την ορμή που αποσκοπεί στη διατήρηση του ανθρώπου και στη σύνδεση του με μεγαλύτερες ενότητες πρέπει να υπάρχει και μια αντίθετη που τείνει να διαλύσει αυτές τις ενότητες και να τις επαναφέρει στην πρωταρχική του,μη οργανική κατάσταση . Δηλαδή εκτός αποτον έρωτα υπάρχει και ο θάνατος. Από την μεταξύ τους δράση και αντίδραση θα μπορούσαν να εξηγηθούν τα φαινόμενα της ζωής . Δεν ήταν όμως εύκολο να καταδείξουμε τις δραστηριότητες τηςορμης του θανάτου ....υποθεσαμε πως η ορμή του θανάτου εργάζεται βουβά στο εσωτερικό της ζώσας ουσίας για τη διάλυση της



Σιγκμουντ Φρόιντ Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας μτφ Γιώργος Βαμβαλής , Επικουρος , Αθηνα Γ εκδοση 2005

οπως μηχανικά καποτε βαζανε σε εναν τροχό τις προσευχες και αυτος γυριζε και ειταν ΣΑΝ να προσευχεσαι ενω συνεχιζες να κανεις ολες τις αλλες δουλειες σου και να αμαρτανεις ..ετσι και τωρα καπως βαζουμε τα Μπλογκς μας και τα Ιμεηλ και τα Φασεμπουκια να παριστανουν οτι Ζουμε και μαλιστα περιπου Αχρονοι σε μια αιωνιοτητα ενώ εμειςμαραινομαστε και πεθαινουμε απο κατω..

υπάρχει και αυτο που λεει καπου ο Ζιζεκ ..το λεω απο μνημης ..

οπως μηχανικά καποτε βαζανε σε εναν τροχό τις προσευχες και αυτος γυριζε

και ειταν ΣΑΝ να προσευχεσαι ενω συνεχιζες να κανεις ολες τις αλλες δουλειες σου και να αμαρτανεις ..ετσι και τωρα καπως βαζουμε τα Μπλογκς μας και τα Ιμεηλ και τα Φασεμπουκια να παριστανουν οτι Ζουμε και μαλιστα περιπου Αχρονοι σε μια αιωνιοτητα ενώ εμειςμαραινομαστε και πεθαινουμε απο κατω..

Καπως οπως ο Ντοριαν Γκρευ ειχε αναθεσει την ασχημια του στο Πορταιτο του ενώ ο ιδιος κρατουσε την ψευδαισθηση αιωνιοτητας ..(δεν τολεγε ετσι ακριβώς ο Ζιζεκ αλά τεσπα)

Φυσικά εμεις ειμαστε που πεθαινουμε και ανευ αντιπροσωπου αντιπροσωπου

αλλά η φευγαλέα εικονα μας ,οι αντιπροσωποι μας θα συνεχίζουν να στελνουν την ανταυγεια τους στο Κυβερνοδιαστημα


οπως τα αστρα πουχουνε γινει απο καιρο Σουπερ Νοβα και υστερα σβησμένοι μικροι νάνοι ενώ εμεις συνεχιζουμε να τα βλεπουμε με ολη την Λαμπερη τους οψη ως φαντασματα στο πουθενά ..

Σπεσιαλ αφιερωση στον RD DEMO :η Φαντασίωση ως σκηνοθεσια του Πραγματικού(1η ΑΝΑΡΤΗΣΗ 18/12/2008

η Φαντασίωση ως σκηνοθεσια του Πραγματικού(1η ΑΝΑΡΤΗΣΗ 18/12/2008


όταν διαβάζω ορισμένες ''αναλύσεις'' της Παρούσης κατάστασης

αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι ανάμεσα σε ναυτάκια του θωρηκτού Ποτέμκιν και όχι αναμεσα στον Ντόναλντ Ντακ τον Μαύρο Πητ,τα τρία γουρουνάκια και τον Μίκυ Μαους όπως  συμβαίνει στην πραγματικότητα ..

Η τέλεια φαντασίωση ως σκηνοθεσία της πραγματικότητας μας.

Το Γεντί Κουλέ είναι ένα εργαστήριο της ιστορίας “Η μνήμη είναι ένας ιστορικός τόπος, που πρέπει να τον επισκεπτόμαστε, και το Γεντί είναι ένα εργαστήριο ιστορίας, ένας χώρος όπου πολλοί πέρασαν σκληρές μέρες, σε μία πόλη που πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αμερικανοκίνητη χούντα, για την τελευταία πράξη του εμφυλίου πολέμου

Το Γεντί Κουλέ είναι ένα εργαστήριο της ιστορίας
Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/04/2010
Θεσσαλονίκη: Την Κυριακή, νωρίς το μεσημέρι, ανηφόρισαν για μια ακόμη φορά πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι και απλοί πολίτες στο Γεντί Κουλέ, για τα εγκαίνια της έκθεσης που διοργάνωσε η Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας της περιόδου 1940-1974, με ντοκουμέντα από την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών
Ο χώρος των πρώην φυλακών του Επταπυργίου, όταν λαμβάνουν χώρα ειδικά τέτοιου είδους εκδηλώσεις, αποκτά μια διαφορετική, βαριά αλλά και συγκινητική ατμόσφαιρα. Η έκθεση έγινε στους χώρους των γυναικείων φυλακών, οι οποίες ξαφνικά γέμισαν με φωνές νέων παιδιών που πιθανόν ούτε οι γονείς τους δεν έζησαν τη “μαύρη” επταετία της χούντας. Ήταν οι μαθητές από ένα σχολείο της Αθήνας, συγκεκριμένα το πειραματικό λύκειο των Αγίων Αναργύρων, που τυχαία επισκέπτονταν στο πλαίσιο της μαθητικής τους εκδρομής το Επταπύργιο. Τα παιδιά είχαν τη μοναδική ευκαιρία να ξεναγηθούν στην έκθεση με το πολύτιμο ιστορικό υλικό που έχει συγκεντρώθεί στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, αλλά και να συνομιλήσουν με ανθρώπους που μαρτύρησαν στο Γεντί Κουλέ. Εκεί ήταν πολλοί κρατούμενοι της περιόδου της χούντας, όπως ο Νίκος Καλογερόπουλος, ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, ο Γρηγόρης Κοκοζίδης και ο Αδάμ Δράγας κ.ά.. Τα παιδιά άκουσαν από τους πρώην κρατούμενους τις ιστορίες τους για το τι έζησαν στο Γεντί Κουλέ και σε άλλες φυλακές ή ξερονήσια την περίοδο της χούντας, μπήκαν μέσα στα θεοσκότεινα κελιά της απομόνωσης, στα κελιά της φυλακής και στο γήπεδο βόλεϊ, εκεί όπου έδιναν αγώνες οι ομάδες πολιτικών και ποινικών κρατουμένων.
Ο δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης Τριαντάφυλλος Μηταφίδης και εκπαιδευτικός απευθυνόμενος στα παιδιά τόνισε την αξία της ιστορικής μνήμης. “Η μνήμη είναι ένας ιστορικός τόπος, που πρέπει να τον επισκεπτόμαστε, και το Γεντί είναι ένα εργαστήριο ιστορίας, ένας χώρος όπου πολλοί πέρασαν σκληρές μέρες, σε μία πόλη που πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αμερικανοκίνητη χούντα, για την τελευταία πράξη του εμφυλίου πολέμου”. Αύριο που είναι και η μαύρη επέτειος του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, πολιτικοί κρατούμενοι θα επισκεφθούν, στις 12 το μεσημέρι, έναν άλλο τόπο μαρτυρίου, το ερημωμένο παλιό κτήριο της ασφάλειας Θεσσαλονίκης, στη Βαλαωρίτου και θα ανοίξουν τις πόρτες του για το κοινό. Την ίδια μέρα στις 8 το βράδυ διοργανώνεται εκδήλωση για τον αγωνιστή Αλέξη Ιωσηφίδη, στο Γεντί Κουλέ, στον χώρο της έκθεσης της ΕΔΙΑ.

«Πατριώτες» και «μιάσματα»

ενα παλιο κειμενο του ΙΟΥ

"Αντιλαλούν οι φυλακές..."του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη




Makronisos.jpeg
"Αντιλαλούν οι φυλακές..."
του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη

"Μα ποιος εκλείδωσε τις φλόγες μας σ' αυτό το πνιγηρό και σκοτεινό μπουντρούμι; Γιατί να τρεμοσβήνουμε εμείς που απειλούσαμε να πυρπολήσουμε τις παρυφές του κόσμου;", αναρωτιόταν στο ποίημά του "Κράτα γερά" (1968) ο αξέχαστος, αδικοχαμένος συναγωνιστής και συνάδελφος Νίκος Χλωρός, έγκλειστος στο Γεντί Κουλέ στα "πέτρινα χρόνια" της Χούντας.
Θα είναι κι αυτός νοερά ανάμεσά μας στο Επταπύργιο αύριο, Δευτέρα,που συμπληρώνονται 41 χρόνια από τη μαύρη επέτειο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στην εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας. Ανάμεσά τους τραγούδια που έγραψαν, τραγούδησαν και διέσωσαν στην αυθεντική τους μορφή --με το παράνομο κασετοφωνάκι-- οι πολιτικοί εξόριστοι στο Λακκί και το Παρθένι της Λέρου. Τραγούδια που τα ψιθυρίζαμε τότε που "είμαστε δυο, είμαστε τρεις" και παλεύαμε για να "γίνουμε χίλιοι δεκατρείς". Τότε που "χτυπούσαν στην ταράτσα τον Αντρέα" και "το σπίτι ήταν ορφανό". Τότε που γράφαμε |μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα".
Θα είναι μαζί μας όσοι δεν "συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις". Οι χιλιάδες εξόριστοι στα ξερονήσια, οι βασανισμένοι στα κολαστήρια της Ασφάλειας και της ΚΥΠ, οι καταδικασμένοι από τα στρατοδικεία, οι δολοφονημένοι από τη Χούντα αγωνιστές, οι νεκροί της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Όλοι εκείνοι που τους έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής η αρρώστια, η "ανήκεστος βλάβη" της φυλακής ή της εξορίας.
Αν "ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας", τότε οποιαδήποτε επετειακή αναφορά στη δικτατορία του "γύψου" και του εθνικιστικού κιτς αποκτά νόημα στον βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση, την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής, σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Γιατί τα δικαιώματα δεν κερδίζονται με κοκορομαχίες στα τηλεοπτικά παράθυρα ούτε πωλούνται στα σούπερ μάρκετ! Γιατί, "αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, δεν θα γενούνε τα σκοτάδια φως!".

Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, πολιτικός κρατούμενος της Χούντας, πρόεδρος της Γ' ΕΛΜΕ και δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης

Τι γιορτάζουμε; Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Αυγή, 24/07/2009

Τι γιορτάζουμε;
Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Αυγή, 24/07/2009

Τα τριακοστά πέμπτα γενέθλιά της γιορτάζει σήμερα στο Ποεδρικό Μέγαρο η μεταδικτατορική δημοκρατία, με τιμητικά προσκεκλημένους και αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης. «Σεμνή» δεξίωση, χωρίς βραδινές τουαλέτες και παράτες, για να μην προκληθεί το δημόσιο αίσθημα ένεκα οικονομικής κρίσης, υπέδειξε ο οικοδεσπότης-πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Θα προτιμούσα τον αντιστασιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας ταπεινό συμμέτοχο στη χτεσινή εκδήλωση μνήμης του Συνδέσμου των κρατουμένων της Χούντας στο «Πάρκο Ελευθερίας»-πρώην κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Έκεί όπου μαρτύρησαν όσοι/ες «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις», «αυτοί που αγαπούν την προσωπική ευθύνη», όπως θα έλεγε και ο Καζαντζάκης.

Όταν πριν 35 χρόνια κατέρρεε η Χούντα βουτηγμένη στο αίμα των εγκλημάτων της, πολλοί ταύτισαν τη συντηρητική μορφή της «μεταπολίτευσης» (Καραμανλής) με την κοινωνική-πολιτική δυναμική που απελευθέρωσε με την πτώση της. Μια Χούντα – γέννημα θρέμμα του «διαρκούς καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» (Πουλαντζάς) που επέβαλαν οι νικητές του εμφυλίου πολέμου με τις λόγχες των ΗΠΑ.

35 χρόνια μετά η κυβέρνηση, «χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη», οργανώνει τη μετάβαση από το «παρεμβατικό-διορθωτικό κράτος» της μεταπολιτευτικής «σοσιαλμανίας»(!) στο κατασταλτικό κράτος του φόβου. Με το υπό σύσταση «Εθνικό Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας», με την ανάθεση στην αμαρτωλή ΚΥΠ της «εποπτείας» όλων των διωκτικών μηχανισμών και του «συντονισμού» Αστυνομίας και Δικαιοσύνης, με τα πογκρόμ εναντίον των ξερριζωμένων υφαίνεται ένας ολοκληρωτικής έμπνευσης ιστός επιτήρησης.

«Κλασικός», πια, ο αντίλογος και μόνιμη η επωδός: μπορεί το πολιτικό μας σύστημα να έχει πέσει στη γενική ανυποληψία, αλλά «οι κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού παραμένουν ισχυροί»! Μπορεί το φαινόμενο της πολιτικής αποστράτευσης και η διαφθορά να παίρνουν διαστάσεις «πανδημίας», αλλά, παρηγορηθείτε, το ίδιο συμβαίνει σε όλο το Δυτικό Κόσμο! Δια ταύτα, πρέπει να «υπερβούμε όλα αυτά τα βαρίδια, και όχι απλώς να αναπολούμε τη χαμένη γοητεία - διάβαζε τιμή - της μεταπολίτευσης».

Ανάμεσα στα «βαρίδια» που πρέπει να ξεφορτωθούμε, κατά τους θιασώτες αυτής της καθ’ όλα συντηρητικής «υπέρβασης», είναι και η ιστορική μνήμη της δικτατορίας-βοηθούντος και του «πανδαμάτορος» χρόνου.

Γι’ αυτό προβάλλονται μονόπλευρα και μονότονα η «ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό» και ο «ιστορικός συμβιβασμός» Δεξιάς-Αριστεράς ως παράδειγμα «δημοκρατικής συναίνεσης». Μια «συναίνεση» σε τεντωμένο σχοινί, που το κοινωνικό της υποστήλωμα αποτελούνταν κυρίως από μεσαία και μικροαστικά στρώματα, που παρά την έλξη τους προς τη ριζοσπαστική ρητορική, δεν διεκδικούσαν δομικές ανατροπές αλλά αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και «παραχωρήσεις» δημοκρατικού χαρακτήρα.

«Παραχωρήσεις» όμως που κερδήθηκαν με σκληρούς κοινωνικούς αγώνες και δεν οφείλονται στη «γενναιοδωρία» των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Από αυτή την αγωνιστική παρακαταθήκη εμπνέονται και οι σημερινές κοινωνικές αντιστάσεις στις απόπειρες της κυβέρνησης να ιδιωτικοποιήσει δημόσια αγαθά, όπως η Παιδεία, η Υγεία, ή να ξεπουλήσει αντί πινακίου φακής τις υποδομές της χώρας.

Το «προδρομικό» -κατά το διεθνή τύπο- ξέσπασμα της νέας γενιάς τον περασμένο Δεκέμβρη -μιας γενιάς με μειωμένες προσδοκίες, καθώς μεγάλωσε σε συνθήκες νεοφιλεύθερης ηγεμονίας και άκρατου ατομικισμού, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες της μεταπολεμικής πληθωριστικής «άνθισης» του καπιταλισμού ή και την ονομαζόμενη του «Πολυτεχνείου»- ήταν μια οδυνηρή δοκιμασία και για την «πολιτικά ορθή» Αριστερά, που αρέσκεται σε εκλεκτικιστικές συγκρίσεις με τα δικά της «χρόνια της αθωότητας».

Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι πώς θα «εντάξουμε το κοινωνικό στο πολιτικό», κατά την τρέχουσα ακαδημαϊκή έκφραση. Αλλά πώς θα απαλλαγούμε από τα αριστερά στερεότυπα, πώς θα ξεκινάμε, όπως μας έμαθε ο Ένγελς, από «τον κόσμο του ανοιχτού ερωτηματικού», ώστε να εκφράσουμε επιτέλους τις «ανάγκες των πολλών», που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα απομεινάρια της αφυδατωμένης μεταδικτατορικής δημοκρατίας.

ΑΥΓΗ, «ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ»,

Μηταφίδης: Φταίνε οι δεξιές δημοτικές αρχές για την εικόνα της Θεσσαλονίκης

Μηταφίδης: Φταίνε οι δεξιές δημοτικές αρχές για την εικόνα της Θεσσαλονίκης

πηγη :

http://ekloges.way.gr/%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CF%86%CF%84%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5-%CE%BF%CE%B9-%CE%B4%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%AD%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82/7579/
Ευθύνες στις δεξιές διοικήσεις του δήμου Θεσσαλονίκης, που ελέγχουν το δήμο για περίπου 25 χρόνια, καταλόγισε ο υποψήφιος δήμαρχος με την παράταξη «Θεσσαλονίκη-ανοιχτή πόλη», Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στην πόλη, τα κυκλοφοριακά προβλήματα, την ανυπαρξία δομών αλληλεγγύης και την «κλεπτοκρατική» διαχείριση των δημόσιων πόρων.
Ο Τρ. Μηταφίδης παρουσίασε τη διακήρυξη της παράταξής του και απευθύνθηκε σε όσους συμμερίζονται την προτεραιότητα του αγώνα για την ανατροπή του Μνημονίου και του νόμου «Καλλικράτης», σε όσους υπερασπίζονται την πόλη, το φυσικό περιβάλλον, την ιστορική μνήμη, σε όσους υφίστανται διακρίσεις, σε όσους δυσφορούν απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα, στις αριστερές, οικολογικές και κινηματικές πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες.

Τριαντάφυλλος Μηταφίδης ΑΠΟ TON ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ

Τριαντάφυλλος Μηταφίδης

ΑΠΟ TON ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΣΤΟΝ
ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ


Διάλεξη: Δόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 1978, από τον σύντροφο Τριαντάφυλλο Μηταφίδη
Δημοσιεύτηκε: Στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, Νο 12, Δεκέμβρη του 1978
Επιμέλεια - Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης - Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 30 Νοέμβρη 2009

πηγη :http://www.marxistbooks.gr/aristot.htm
Σύντροφοι,
Η αστική τάξη, με μεγάλες τυμπανοκρουσίες και κάθε επισημότητα, γιόρτασε τα 2.300 χρόνια από το θάνατο του Αριστοτέλη, με το παγκόσμιο συνέδριο που έγινε υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ, στις 7-14 Αύγουστου, μέσα στη σεισμόπληχτη Θεσσαλονίκη.
Απευθυνόμενος στους 350 έλληνες και ξένους συνέδρους, που εκπροσωπούσαν διεθνείς οργανισμούς, πανεπιστήμια και φιλοσοφικές εταιρίες, ο καραμανλικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τσάτσος, αποκάλυψε τους πραγματικούς σκοπούς αυτού του όψιμου ενδιαφέροντος της μπουρζουαζίας για τον «επίκαιρο στοχασμό του Αριστοτέλη»:
«...Δεν συναχτήκαμε εδώ ούτε για να επιτελέσουμε μνημόσυνο του Αριστοτέλη ούτε για να τιμήσουμε τη μνήμη του, αλλά για να δοθεί μια αφορμή, ένα κίνητρο σε όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους, να ανασυντάξουν τον εαυτό τους, να βρουν ερείσματα που χρειάζονται και την οδό ή μάλλον τη μέθοδο που θα βοηθήσει στην πορεία τους... Τίνος μεγάλου στοχαστή το έργο διήνυσε ένα τέτοιο κύκλο φωτός, για να κορυφωθεί στο μεγαλύτερο μελετητή του, τον φιλόσοφο της καθολικής εκκλησίας, τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη;» (!).
Η αστική τάξη στην άνοδο της, με το στόμα του Λούθηρου, αποκήρυσσε τον Αριστοτέλη ονομάζοντάς τον «καταραμένο, υπερόπτη, κακόπιστο, που με τα σφαλερά και ψεύτικα λόγια του παρασύρει τους καλύτερους χριστιανούς μέχρι σημείου παραφροσύνης. Ο Θεός, για τις αμαρτίες μας, μας τιμώρησε μ’ αυτόν!». Ο Καρτέσιος καταπολεμά τον σχολαστικό αριστοτελισμό με τον «Λόγο περί Μεθόδου» και «κατατροπώνει οριστικά το φάντασμα του Αριστοτέλη», ενώ λίγα χρόνια πριν, το 1619, καίγεται στην πυρά της Ιερής Εξέτασης ο αριστοτελικός Καίσαρ Βανίνι με την κατηγορία του «αιρετικού».
Η μπουρζουαζία δεν ξαναζωντανεύει το φάντασμα του Αριστοτέλη, επειδή αποφάσισε να εγκαταλείψει την αντιθεωρητική της στάση. Γυρίζει από μια εντελώς αντιδραστική σκοπιά: 40 περίπου ανακοινώσεις, κυρίως από έλληνες και ανατολικούς συνέδρους, αφιερώθηκαν στις θεωρίες του Αριστοτέλη για το Κράτος, την Ελευθερία, την Ευθύνη, ενώ παραχώθηκε στο περιθώριο των συζητήσεων η υποστήριξη του Αριστοτέλη στη δουλεία. «Σημαντικότατη» θεωρήθηκε η ανακοίνωση που έκανε ο καθηγητής Κ. Δεσποτόπουλος, για λογαριασμό του ρεβιζιονιστή-ντεφετιστή Κορνήλιου Καστοριάδη (Καρντάν).
Η έξαρση αυτή για τον «πρακτικό στοχασμό» του Αριστοτέλη, δεν είναι ένα ακόμα κρούσμα προγονοπληξίας της μπουρζουαζίας. Αντανακλά το αδιέξοδο της αστικής φιλοσοφίας του αιώνα μας, ιδιαίτερα στους κόλπους της αναλυτικής σχολής, που αποκήρυξε τη φιλοσοφία στο όνομα της «καθαρής επιστήμης», και της νέο- αριστοτελικής σχολής της λεγόμενης φιλοσοφίας της πράξης.
Η κρίση, η παράλυση του αστικού κράτους, που έπαψε να είναι «μια συνένωση των πολιτών πάνω από ταξικές διαφορές και συμφέροντα», όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, αναγκάζει την μπουρζουαζία να γυρίσει στο «χρυσό ποταμό» της αρχαιότητας. Οι καταστραμμένοι από την κρίση και το σεισμό εργάτες και φτωχοί βιοπαλαιστές κάνουν πολλές «ενέργειες που απομακρύνουν τα πολιτεύματα από το σημείο όπου εξισορροπούνται οι αντίθετες ροπές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται φθορά και μεταβολές των πολιτευμάτων», (Κ. Τσάτσου: Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων).
Η μπουρζουαζία, όπως και η φεουδαρχία, επιστρατεύει ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην Αριστοτελική Φιλοσοφία, για να εξοπλιστεί ιδεολογικά και να αντιμετωπίσει τη «φθορά και την ανατροπή των πολιτευμάτων της». Γι’ αυτό, η ελληνική μπουρζουαζία έφερε τον Αριστοτέλη από τα θεολογικά σεμινάρια στα σχολικά θρανία. Έτσι, οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου θα μπορούν να διαβάζουν στα Ηθικά Νικομάχεια (5, 6), ότι «εάν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα, δεν επιτρέπεται να έχουν ίσα δικαιώματα!».
Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε τον Αριστοτέλη από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά. Δεν γυρίζουμε για να τον γιορτάσουμε. Γυρίζουμε, γιατί «η θεωρητική σκέψη –όπως έγραφε ο Έγκελς στο Αντι-Ντίριγκ– είναι έμφυτη ιδιότητα με τη μορφή μόνο της ικανότητας. Η ικανότητα αυτή πρέπει να εξελιχτεί, να τελειοποιηθεί, και για το σκοπό αυτό δεν υπάρχει ως σήμερα κανένα άλλο μέσο εκτός από τη μελέτη όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας». Η μελέτη επομένως όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας έχει σαν αντικειμενικό της σκοπό, όλη αυτή η ενδυνάμει ικανότητα που έχει η ανθρώπινη σκέψη να ενεργοποιηθεί και να μεταβληθεί σε υλική δύναμη, μέσα από τη συνειδητή δράση του επαναστατικού κόμματος. «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα».
Α) Η Ζωή και το Έργο του Αριστοτέλη
Ο «καθολικότερος νους της αρχαιότητας», ο «Μεγαλέξαντρος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», όπως τον αποκάλεσε ο Μαρξ, γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής το 384 π.Χ., σε μια στιγμή κρίσης του δουλοκτητικού συστήματος και πολεμικών συγκρούσεων, που οδήγησαν στην παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των πόλεων-κρατών και στην επικράτηση των Μακεδόνων.
Ο πατέρας του, που είταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας, από πολύ νωρίς τον μύησε στις επιστημονικές αρχές της τέχνης του και γι’ αυτό από την αρχή στράφηκε ο νους του στην εμπειρική έρευνα, για να ανδρωθεί στη σκιά της Πλατωνικής Ακαδημίας, ως το θάνατο του δασκάλου του, το 347 π.Χ. Στην Άσσο της Τρωάδας ιδρύει θυγατρική σχολή της Ακαδημίας, για να προσκληθεί μετά τρία χρόνια από τον Φίλιππο να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Μ. Αλεξάνδρου, ως τη στιγμή που αρχίζει τις κατακτητικές του εκστρατείες. Δεν δίστασε μάλιστα, στο υπόμνημα του «Αλέξανδρος ή υπέρ αποίκων», να τον αποτρέψει από το να μεταχειριστεί σαν ίσους τους έλληνες και τους βαρβάρους, όπως το σχεδίαζε εκείνος. Το προσωπικό του μίσος για τους Πέρσες ήρθε να συναντήσει τη μακεδονική πολιτική. Κατόρθωσε να πείσει τον Αλέξανδρο για την ανάγκη μιας κρατικής μεταρρύθμισης και θεωρούσε την άσκηση της φιλοσοφίας «μη αναγκαία και εμπόδιο για ένα βασιλιά, αντίθετα πρέπει να ακούει πραγματικούς φιλοσόφους κι αυτούς να ακολουθεί».
Ο Αριστοτέλης είχε εκπαιδεύσει έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες της Ιστορίας, αλλά δεν συμμεριζόταν καθόλου την «έλλειψη μέτρου» και την «ισονομία» του Αλέξανδρου.
Το 335 γυρίζει στην Αθήνα και ανοίγει τη δική του σχολή, το Λύκειον, την περίφημη Περιπατητική Σχολή, όπου για δώδεκα χρόνια αφιερώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή.
Η συμπάθειά του προς τη μακεδονική κυριαρχία γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί για ασέβεια, αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Για να αποφύγει την καταδίκη, καταφεύγει στη Χαλκίδα, όπου πεθαίνει ένα χρόνο μετά (322 π.Χ.).
Τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είχαν συγκεντρωθεί σ’ έναν κανόνα ή CORPUS ARISTOTELICUM από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο τον Α' αιώνα μ.Χ. Καλύπτουν όλα τα πεδία της γνώσης εκείνης της εποχής: Λογική, Ψυχολογία, Φυσική, Ιστορία, Πολιτική, Ηθική, Αισθητική, σε μια αδιάσπαστη ενότητα με τη Φιλοσοφία του, που κατόρθωσε να συνοψίσει όλες τις θεωρητικές καταχτήσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Β) Η Κριτική Απόρριψη του Πλάτωνα
Ο Γκέτε παρομοίασε το έργο του Αριστοτέλη με μια πυραμίδα και τον ίδιο με έναν αρχιτέκτονα, που «διαγράφει ένα τεράστιο βασικό κύκλο για το κτίσμα του, πλάθει υλικά από όλες τις πλευρές, τα ταξινομεί, τα εκθέτει και ανεβαίνει έτσι στο ύψος με μορφή κανονικής πυραμίδας, όταν ο Πλάτων μ’ έναν οβελίσκο, που μοιάζει με ακιδωτή φλόγα, ζητάει τον ουρανό».
Ο Αριστοτέλης οικοδόμησε το σύστημά του περνώντας μέσα από μια κριτική απόρριψη, ένα διαλεχτικό ξεπέρασμα θα λέγαμε, των πλατωνικών ιδεών. Ο Πλάτωνας αντιπροσώπευε το πέρασμα από τη φυσική φιλοσοφία των Ιώνων, που κυριαρχούνταν από υλοζωϊστικές αντιλήψεις, σε μια ανθρωποκεντρική αντίληψη για τον κόσμο. Ο άνθρωπος γίνεται το κέντρο της φιλοσοφίας, είναι «μέτρον πάντων χρημάτων», σύμφωνα με τους σοφιστές.
Ο κεντρικός πυρήνας της πλατωνικής φιλοσοφίας είταν η άποψη, ότι ο αισθητός κόσμος είναι ουσιαστικά ένας ψεύτικος κόσμος, ένα αντικαθρέφτισμα ενός άλλου κόσμου, του υπεραισθητού κόσμου των ιδεών. Ανάμεσα σ’ αυτές τις υπεραισθητές ιδέες και σ’ αυτά που μας δίνουν οι αισθήσεις μας υπάρχει μια απλή ομοιότητα και τίποτε περισσότερο. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι, εάν κάθετι έχει το όμοιό του, τότε θα πρέπει κι αυτές οι ιδέες να έχουν το όμοιό τους, επομένως ανάμεσα σ’ αυτό το απλό αντικαθρέφτισμα των ιδεών και των πραγμάτων θα πρέπει να υπάρχει κάτι για το οποίο ο Πλάτωνας δεν λέει τίποτα.
Η κριτική του Αριστοτέλη στην Πλατωνική θεωρία συνοψίζεται βασικά στα εξής σημεία: «Αφού ο Πλάτωνας χώρισε τον κόσμο των ιδεών από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, τότε οι ιδέες καθόλου δεν μπορούν να δόσουν ύπαρξη στα αισθητά πράγματα. Και παρόλο που ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι τα πράγματα έχουν ένα μέρος από την ιδέα, δηλαδή μετέχουν της ιδέας (μέθεξις) –όμως αυτή, όπως και η Πυθαγόρεια μίμηση, είναι μια απλή ποιητική μεταφορά».
Η διδασκαλία του Πλάτωνα δεν μπορεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις ιδέες και τα πράγματα και για τον πρόσθετο λόγο: ο Πλάτωνας αρνιέται και δεν παραδέχεται πως οι ιδέες έχουν την ικανότητα να γίνουν οι άμεσες αίτιες για να υπάρχουν τα πράγματα. Επομένως, όταν ισχυρίζεται πως η σχέση της ιδέας προς τις άλλες ιδέες είναι όμοια με τη σχέση του γενικού προς το μερικό κι όταν πιστεύει πως η ιδέα είναι το ουσιαστικό «Είναι» των αισθητών πραγμάτων, πέφτει σε μια φοβερή αντίφαση. Με το νόημα αυτό, η κάθε ιδέα είναι ταυτόχρονα και η ουσία –το ουσιαστικό «Είναι»– αφού με το να αποτελεί ταυτόχρονα το γενικό βρίσκεται και στο λιγότερο γενικό, και δεν είναι ουσία, δεν είναι ουσιαστικό «Είναι».
Η πλατωνική διδασκαλία, πως οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και δεν έχουν σχέση με τα αισθητά πράγματα, οδηγούσε βέβαια στο παράλογο συμπέρασμα ότι, αφού ανάμεσα στις ιδέες και τα αισθητά πράγματα υπάρχει ομοιότητα και αφού βέβαια για το κάθετι όμοιο πρέπει να υπάρχει και η ιδέα του, τότε, εκτός από την «ιδέα» του ανθρώπου και εκτός από τα πράγματα που ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την ιδέα, πρέπει να υπάρχει ακόμα κι η ιδέα αυτού του όμοιου που βρίσκεται ανάμεσα τους, που με τη σειρά του οδηγεί σε μια άλλη όμοια ιδέα, ένα αντίτυπο αυτής της ιδέας. Και τελικά φτάναμε σε μια άπειρη κατάσταση όμοιων ιδεών του ενός πράγματος με το άλλο, πράγμα που αποτελούσε για τον Αριστοτέλη παραλογισμό. Γιατί οδηγούσε σε μια απομόνωση του ίδιου του κόσμου των ιδεών από τον κόσμο των πραγμάτων, σ’ έναν τελείως ρευστό κόσμο.
Για τον Πλάτωνα βέβαια, δεν υπήρχε καμιά απολύτως εξέλιξη στον ίδιο τον αισθητό κόσμο, η εξέλιξη υπήρχε μόνο στον κόσμο των ιδεών. Και αυτό ακριβώς τον εμπόδισε, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, να αποκρυπτογραφήσει και να εξηγήσει τα φαινόμενα που αναφέρονται στη γένεση, τη φθορά και την ίδια την κίνηση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι λείπει σε μεγάλο βαθμό η κίνηση από το έργο του Πλάτωνα. Περισσότερο βλέπουμε ακίνητες κατηγορίες. Αν εξαιρέσουμε το έργο του «Σοφιστής», όπου υπάρχουν σημαντικά στοιχεία διαλεχτικής, στα υπόλοιπα υπάρχει αύτη η έλλειψη. Δεν υπάρχει μια οργανική εξέλιξη στο σύστημα του Πλάτωνα.
Η πλατωνική θεωρία, που φέρνει τις ιδέες κοντά στις υποθέσεις, δίδασκε, πως όλες αυτές οι υποθέσεις ανάγονται σε μια υποθετική βάση, την ιδέα του αγαθού, που αποτελεί κεντρικό πυρήνα της φιλοσοφίας του. Από την άποψη αυτή, ο χωρισμός που έκανε δεν του επέτρεπε να αναγάγει όλες αυτές τις επιμέρους έννοιες σε μια γενική έννοια. Ο Λένιν παρατηρεί στα Φιλοσοφικά Τετράδια, ότι «η κριτική που κάνει στον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης, δεν αφορά μόνο την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά αφορά γενικά ολόκληρο το ιδεαλιστικό σύστημα φιλοσοφίας».
Με την κριτική του στην πλατωνική φιλοσοφία, που αποτελούσε και το αποκορύφωμα του υποκειμενικού ιδεαλισμού, κατόρθωσε να την ξεπεράσει και να φτάσει στον αντικειμενικό ιδεαλισμό.
Γ) Γνωσιοθεωρία του Αριστοτέλη
Για τον Αριστοτέλη, η γνώση πηγάζει από τις αισθήσεις. Τα αισθήματα προκαλούνται από την επίδραση του εξωτερικού κόσμου πάνω στα αισθητήρια όργανα. ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΓΝΩΣΗ. Με τη θεμελιώδη αυτή θέση, η γνωσιολογία, κατά τον Λένιν, «προσεγγίζει τον υλισμό» (Φ.Τ.).
Η εμπειρική φιλοσοφία χρησιμοποίησε πολλές φορές αυτή τη θέση του Αριστοτέλη (π.χ. ο Λοκ: τίποτε δεν είναι στη διάνοια, που δεν είταν πριν στην αίσθηση). Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου, ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε υλιστής στην περιοχή της φιλοσοφίας. Γιατί μόλις περάσει από την αναγνώριση ότι η φύση υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του άνθρωπου, στον προσδιορισμό των εξελικτικών της νόμων, αναπτύσσει ιδεαλιστικές αντιλήψεις.
Αυτό οφείλεται στην αδυναμία της αριστοτελικής φιλοσοφίας να εννοήσει τις σχέσεις του μερικού με το καθολικό. Κατά τη γνώμη του, κάθετι που υπάρχει, υπάρχει μόνο σαν κάτι το ξεχωριστό, σαν κάτι το ατομικό, που το συλλαμβάνουν μόνο οι αισθήσεις. Δηλαδή δεν μπορεί να δει την καθολική ουσία να υπάρχει μέσα σε επιμέρους πράγμα. Η επιστήμη, όμως, όπως έχει η ίδια εξελιχθεί, δεν περιορίζεται στην έρευνα της ύπαρξης των «καθ’ έκαστον» πραγμάτων, αλλά με τις έννοιές της εκφράζει το γενικό και το αναγκαίο. Ο Λένιν, κριτικάροντας σ’ αυτό το σημείο τον Αριστοτέλη, λέει ότι «ο άνθρωπος μπερδεύεται στη διαλεχτική του γενικού και του ειδικού και της έννοιας και της αίσθησης». Και ακριβώς αυτός ο ξεχωρισμός του γενικού από το «καθ’ έκαστον», δηλαδή της έννοιας από το ιδιαίτερο αντικείμενο, είναι που έβαζε τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ακριβώς αυτός ο χωρισμός του μερικού από το γενικό αποτέλεσε ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα, όχι μόνο της νεότερης φιλοσοφίας, αλλά και του εργατικού κινήματος: Από την απάντηση του Έγκελς στον μηχανικό υλιστή Χαίκελ, για τις φλυαρίες του πάνω στην επαγωγή, ως την πάλη της Δ.Ε. ενάντια στον «συνεπή εμπειρισμό» των Νόβακ-Χάνσεν και τους ρεβιζιονιστικούς λίβελους του Γούλφορθ και του Σκλάβου (βλέπε Ε.Μ.Ε. No 3: «Μπολσεβικισμός και Φιλοσοφία»).
Η μαρξιστική θεωρία της γνώσης ξεκινάει από την ενότητα και σύγκρουση του μερικού με το καθολικό:
«Ας αρχίσουμε από το απλούστατο, κοινότατο, συνηθισμένο, κλπ., από μια οποιαδήποτε πρόταση: Τα φύλλα του δένδρου είναι πράσινα. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος. Ο Φίντο είναι σκύλος, κλπ. Εδώ έχουμε ήδη διαλεχτική (όπως αναγνώρισε η μεγαλοφυΐα του Χέγκελ): το ατομικό είναι το καθολικό (συγκρ. Αριστοτέλη «Μετά τα Φυσικά» μετάφραση του Schwegler, Bd. II, S. 40, 3. Buch 4. Kapitel, 8-9: «Οὐ γὰρ ἂν θείημεν εἶναί τινα οἰκίαν παρὰ τὰς τινὰς οἰκίας» – «denn natürlich kann man nicht der Meinung sein daß es ein Haus gebe äußer den sichtbarer Häusern»). Συνεπώς τα αντίθετα (το ατομικό είναι το αντίθετο του καθολικού) είναι ταυτόσημα: το ατομικό υπάρχει μόνο στη σύνδεση που οδηγεί στο καθολικό. Το καθολικό υπάρχει μόνο μέσα στο ατομικό και διαμέσου του ατομικού. Κάθε ατομικό είναι (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) καθολικό. Κάθε καθολικό είναι (ένα τμήμα ή μια άποψη ή η ουσία από) ένα ατομικό. Κάθε καθολικό αγκαλιάζει μόνο κατά προσέγγιση όλα τα ατομικά αντικείμενα. Κάθε ατομικό μπαίνει ανολοκλήρωτα μέσα στο καθολικό, κλπ., κλπ. Κάθε ατομικό συνδέεται με χιλιάδες μεταβάσεις με άλλα είδη ατομικών (πράγματα, φαινόμενα, προτσές) κλπ. Εδώ ήδη έχουμε τα στοιχεία, τα σπέρματα, τις πλευρές, της αναγκαιότητας της αντικειμενικής σύνδεσης στη Φύση κλπ. Εδώ ήδη έχουμε το τυχαίο και το αναγκαίο, το φαινόμενο και την ουσία, γιατί όταν λέμε: ο Γιάννης είναι άνθρωπος, ο Φίντο είναι σκύλος, αυτό είναι το φύλλο ενός δένδρου, κλπ., παραβλέπουμε μια σειρά από ιδιότητες σαν τυχαίες· διαχωρίζουμε την ουσία από το φαινόμενο και αντιπαραθέτουμε το ένα στο άλλο», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Για το Ζήτημα της Διαλεκτικής, σελ. 137, εκδόσεις «Ρινόκερως»).
Δ) Η Θεωρία της Ουσίας
Ο ιδεαλιστικός τρόπος, με τον όποιο προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα των σχέσεων του «γενικού» και του «καθ’ έκαστον», τον οδήγησε σε δυϊστικές αντιλήψεις, που είναι ολοφάνερες στη θεωρία του για τις κατηγορίεςκύρια γένη αποδόσεων»), που αποτελούν τις πιο βασικές μορφές και σχέσεις του Είναι. Φανερώνουν τις διάφορες θέσεις που παίρνουμε για να αντικρίζουμε τα όντα, ενώ οι ίδιες δεν έχουν από πάνω τους καμιά ανώτερη έννοια, ως γένος. Παραδέχεται 10 κατηγορίες: ουσία, ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, τόπο, χρόνο, θέση, κατάσταση, ενέργεια, πάθημα. Οι πιο σπουδαίες είναι οι πρώτες τέσσερεις και ανάμεσα σ’ αυτές η κατηγορία της ουσίας. Οι άλλες είναι παράγωγά τους.
Η ουσία αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το κύριο αντικείμενο της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της μεταφυσικής. Παρά την προσπάθειά του να αποσπαστεί από την πλατωνική θεωρία των ιδεών και ενώ δέχεται ότι οι φιλοσοφικές έννοιες αντλούν το περιεχόμενό τους από την πολυμορφία του αντικειμενικού κόσμου, καθώς τις αποσπά από τα «είδη του Είναι» για να τις αναγάγει στα «είδη της μαρτυρίας περί του Είναι», τις ταυτίζει μερικές φορές με τα μέρη του λόγου (Γραμματική).
Η μεταφυσική στενότητα των αριστοτελικών αντιλήψεων σπάζει πολλές φορές και «είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικές, γενικά και παντού, οι ζωντανές συμβολές του στη διαλεχτική και οι αξιώσεις του πάνω σ’ αυτήν», (Λένιν).
Κάθε κατηγορία προϋποθέτει συνάφεια με τις υπόλοιπες και το αντικειμενικό κινούμενο Είναι της προσδίδει το περιεχόμενό της. Στην προσπάθειά του να καταλάβει τις αμοιβαίες σχέσεις και μεταβάσεις του Είναι, έχει τη δυνατότητα να πλάσει εύστροφες και ευλύγιστες λογικές έννοιες («ρέουσες κατηγορίες» τις ονομάζει ο Έγκελς), που να μπορούν να αντανακλούν τη διαλεχτική της Φύσης.
«Ο Αριστοτέλης ερεύνησε κιόλας τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεχτικής σκέψης», (Έγκελς: Αντι-Ντίριγκ).
Ε) Είδος και Ύλη (Η μεταφυσική του Αριστοτέλη)
Για τον Αριστοτέλη, όμως, το σπουδαιότερο ζήτημα είναι, ότι κάθε μεταβολή προϋποθέτει κάτι αμετάβλητο, όπως οι έννοιες κάτι αγέννητο: το υποκείμενο, που χάρη σ’ αυτό συντελείται η μεταβολή και οι ιδιότητες, που με τη μετάδοσή τους στο υποκείμενο προκαλούν τη μεταβολή. Το υποκείμενο αυτό το ονόμασε ύλη, τις ιδιότητες, όπως κι ο Πλάτωνας, είδος ( ή μορφή).
Ενώ έβλεπε την ύλη σαν το υπόστρωμα της μορφής, την αλλαγή της ύλης την έβλεπε σαν αποτέλεσμα των αλλαγών της μορφής. Δηλαδή, ότι η ουσία άλλαζε εξωτερικά με την επενέργεια της μορφής. Μ’ αυτό τον τρόπο χώριζε τη μορφή από την ύλη κι έβλεπε τη μορφή σαν κάτι το ενεργητικό, που άλλαζε την ίδια την ουσία. Δεν έβλεπε λοιπόν την εξέλιξη της μορφής σαν αποτέλεσμα των αλλαγών στην ουσία. Απ’ αυτή την άποψη απόρριψε την ατομική θεωρία, τη θεωρία του Δημόκριτου. Βέβαια, η ατομική θεωρία είχε ελλείψεις, από την άποψη ότι τα άτομα τα έβλεπε σαν κάτι το αναλλοίωτο. Η «ρευστότητα» του Αριστοτέλη συγκρουόταν εδώ με μια υλιστική αντίληψη, «που δεν κρίνει αναγκαίο να ψάξει για την τελική αιτία των όντων». Στην ύλη δεν αναγνώριζε ιδιότητες. Τις ιδιότητες τις έβλεπε μόνο στο επίπεδο της μορφής.
Η μορφή αλλάζει. Η μορφή περνά από μια κατάσταση δυνατότητας σε μια κατάσταση ενέργειας. Από το ενδυνάμει, στο ενεργεία. Αυτό ακριβώς το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, αυτό το γίγνεσθαι της μορφής, το ονόμαζε εντελέχεια [εντελώς έχειν ή έχειν το εντελές, κάτι που έχει το σκοπό του (τέλος) μέσα του]. Μια δύναμη που αιωρούνταν, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η θεωρία του για την εντελέχεια ενέπνευσε αργότερα πάρα πολλές θεωρίες, όπως την Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τον Βιταλισμό (π.χ. Ντρις).
Η ίδια βέβαια θεωρία της εντελέχειας, μιας δύναμης άυλης, που προκαλεί αυτές τις μεταβάσεις από το δυνάμει στο ενεργεία, από μια κατάσταση δηλαδή παθητική σε μια κατάσταση ενεργητική, εμπνεύσανε πάρα πολλές αντιδραστικές θεωρίες αργότερα, γιατί στη θέση της εντελέχειας μπήκε ο θεός.
Αλλά ενώ ο Αριστοτέλης έβλεπε τη μορφή σαν εμπόδιο στην πραγμάτωση της ύλης, ενώ έβλεπε την κίνηση σαν πρωταρχικό, σε σχέση με την ύλη, και την ύλη σαν εκδήλωση της ίδιας της κίνησης, κατάληξε σε πάρα πολύ μυστικιστικές αντιλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην προσπάθεια του να αντικρούσει τις πλατωνικές θεωρίες και να καταπολεμήσει τις μηχανιστικές αντιλήψεις των ατομικών φιλοσόφων, «αξιοθρήνητα επιστράτευσε το θεό», για να αντιμετωπίσει τον υλιστή Λεύκιππο και τον ιδεαλιστή Πλάτωνα (Λένιν: Τόμος 38, αγγλική έκδοση).
ΣΤ) Οι Διαλεκτικές Στιγμές στον Αριστοτέλη
Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε εδώ, είναι οι διαλεκτικές στιγμές που υπάρχουν στη βασική αύτη θεωρία του Αριστοτέλη για την εξέλιξη της ουσίας: πρώτα πρώτα η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, σαν δυνατότητα και σαν πραγματοποίηση, είναι μια πολύ βασική διαλεκτική αντίληψη, κάτι που υπάρχει στον Χέγκελ και περνάει στον διαλεκτικό υλισμό –μια σχέση ενότητας, σύγκρουσης, αλληλο-διείσδυσης και μετατροπής ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή. Με μόνη τη διαφορά, ότι η αλλαγή δεν οφείλεται σε μια εσωτερική, αυτοδύναμη κίνηση, όπως αργότερα ανάλυσε ο Χέγκελ, αλλά στην εντελέχεια, σε μια δύναμη που δεν υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα, μέσα στην ίδια την ουσία, αλλά είναι κάτι που αναπτύσσεται εξωτερικά.
Μια άλλη διαλεχτική στιγμή στον Αριστοτέλη είναι η σύλληψη του Είναι μέσα στο Γίγνεσθαι –το Είναι μπορεί να μεταβαίνει από τη μια στην άλλη κατάσταση. Αυτή όμως η μετάβαση, που οφείλεται στην εντελέχεια, έβαλε και τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Και αυτά τα όρια είναι εμφανή, όταν ο Αριστοτέλης περνάει στη θεωρία της αιτιότητας και αρχίζει να μελετάει μορφές της κίνησης.
Ζ) Φυσικοφιλοσοφικές Αντιλήψεις
Εφόσον η εντελέχεια, σαν μια εξωτερική δύναμη, προκαλεί τις μεταβολές στην ύλη και στις μορφές της, απ’ αυτή την άποψη, η κίνηση έρχεται απέξω στα υλικά πράγματα. Αν και η κίνηση είναι αιώνια, δεν είναι παρολαυτά μια αυτοδύναμη κίνηση, αλλά μια επενέργεια που εμπεριέχει σκοπιμότητα, υπάρχει ένας σκοπός μέσα σ’ αυτή την κίνηση. Και βέβαια, αυτός ο σκοπός δινόταν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από μια πρωταρχική ύλη, όπως έλεγε.
Η πρωταρχική ύλη, που είταν αιώνια και αγέννητη, είταν η ψυχή του ίδιου του Είναι. Το Είναι, δηλαδή, είταν η ενεργητική μορφή μιας παθητικής κατάστασης, που ονόμαζε πρωταρχική ύλη. Θεωρούσε την ποιότητά της στη φύση σταθερή και, εφόσον είταν ολοκληρωτικά παθητική, δεν μπορούσε να μορφοποιήσει κανένα σώμα από μόνη της. Επομένως, η μορφή είταν ανεξάρτητη απ’ αυτήν.
Η σκέψη του Αριστοτέλη, ότι μορφή και ύλη αλληλεπιδρούν, είταν καρπός της πολεμικής του ενάντια στον πλατωνικό ιδεαλισμό. Η απόσπαση όμως της μορφής από την ύλη, τον έσπρωξε στην ιδέα του θεού, που είναι «η νοούσα εαυτήν νόησις». Ο Λένιν σημειώνει:
«Αυτό είναι φυσικά ιδεαλισμός, αλλά πιο αντικειμενικός και πιο απομακρυσμένος, πιο γενικός από τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, γι’ αυτό και στη φιλοσοφία της Φύσης σημαίνει, πολύ συχνά, ό,τι και ο υλισμός», (Λένιν: τόμος 38, σελ. 282 της αγγλικής έκδοσης).
Η) Η Έννοια της Κίνησης και οι Μορφές της
Η εμφάνιση των σωμάτων, που είναι αποτέλεσμα της μορφοποίησης της ύλης, ανήκει για τον Αριστοτέλη στην έννοια της κίνησης, που αποτελεί την κεντρική κατηγορία στην περί φύσης θεωρία του. Καταλάβαινε πολύ καλά, ότι αληθινή γνώση μπορεί να προκύψει μόνο από την έρευνα της κίνησης. Συμφωνώντας με τον Δημόκριτο, μίλησε για την αντικειμενικότητα και την αιωνιότητα της κίνησης.
Ενώ όμως υποστήριζε ότι η κίνηση είναι σκόπιμη, έβλεπε ταυτόχρονα ότι η κίνηση παίρνει του κόσμου τις χαώδεις μορφές. Κι αυτές τις χαώδεις μορφές τις ονόμαζε «δυσμορφίες». Μια απ’ αυτές είταν και η «οχλοκρατία», στην οποία εξελίσσεται η δημοκρατία, όπως έλεγε. Ό,τι χαλάει την τάξη στο σύμπαν, χάνει τη σκοπιμότητα του.
Με βάση αύτη την αντίληψη, άρχισε να μελετάει τα είδη της κίνησης. Διέκρινε 6 μορφές κίνησης, με κεντρικότερη τη μετατόπιση στο χώρο. Έτσι έπαυε η κίνηση να είναι μια αλλαγή, όπως στη διαλεχτική φιλοσοφία –γινόταν μια απλή, μηχανική μετατόπιση στο χώρο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι μηχανιστικές, μηχανοκρατικές αντιλήψεις, που κυριάρχησαν όλη την περίοδο της κλασικής μηχανικής (Νεύτων). Αυτή η προσέγγιση, που δεν έβλεπε την κίνηση σαν τη μετάβαση στο άλλο, τον οδήγησε στην άποψη, ότι η πιο εξελιγμένη και απεριόριστη μορφή κίνησης είναι η καμπύλη κίνηση. Αντίθετα, έλεγε, η ευθύγραμμη κίνηση είναι πεπερασμένη.
Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι η «σφαίρα» είναι η πιο τέλεια μορφή, κατάληξε στη σφαιρικότητα των ουρανίων σωμάτων και σε μια γεωκεντρική θεωρία για το σύμπαν. Τα αστέρια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι καρφωμένα στον ουρανό και στρέφονται μαζί μ’ αυτόν, ενώ οι πλανήτες κινούνται σε επτά ομόκεντρους κύκλους. Αιτία της κίνησης του ουρανού ο θεός.
Μέχρι την εποχή του Κοπέρνικου, η αμφισβήτηση αυτών των θεωριών του Αριστοτέλη, που αποτελούσαν και το θεμέλιο του Πτολεμαϊκού συστήματος, είταν αμάρτημα και τιμωρούνταν από την Ιερή Εξέταση με τον δια πυράς θάνατο. Είναι γνωστή η περίπτωση του Γαλιλαίου, που αναγκάστηκε να αποκηρύξει την ηλιοκεντρική θεωρία του, γιατί συγκρουόταν με την «αυθεντία» του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου.
Θ) Ύλη και Συνείδηση
Εκείνο όμως που αποτέλεσε σκάνδαλο για ολόκληρη τη φιλοσοφία του είταν το πέρασμα από την ύλη στη συνείδηση: Η ψυχή είναι μια ιδιαίτερη «πρώτη εντελέχεια» του πραγματικού Είναι. Οι «ψυχικές μεταβολές» εξαρτώνται από τη «σωματική κατάσταση», αλλά η ζωή είναι μια δραστηριότητα της ψυχής! Η «αποσύνθεση και η σήψη του σώματος» επέρχονται τη στιγμή που χάνεται η ψυχή. Ιδεαλιστικές και υλιστικές απόψεις μετατρέπονται σε αμάλγαμα κι ο Αριστοτέλης ξαναμπλέκεται στα δίχτυα του ιδεαλισμού και του Πλάτωνα.
Η αδυναμία αυτή γίνεται ολοφάνερη, όταν εγκαταλείπει την υλιστική άποψη, ότι πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις κι ότι ο άνθρωπος φτάνει σε υψηλότερο σκαλοπάτι γνώσης με τη νοητική γενίκευση της κοινωνικής πράξης. Ξαναπέφτει στον ιδεαλισμό, ανακηρύσσοντας τη «λογική ψυχή» σε πηγή γνώσης ανεξάρτητη από το σώμα.
Ι) Η Τυπική Λογική
Η «λογική σκέψη» γίνεται αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Ο Αριστοτέλης εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες, που αντιστοιχούν στις σχέσεις των ίδιων των πραγμάτων, και προχωρεί σε μια φυσικο-ιστορική περιγραφή των ήδη σχηματισμένων μορφών σκέψης, συστηματοποιώντας και ερευνώντας τις πιο βασικές. Έτσι γίνεται ο θεμελιωτής της τυπικής λογικής, που αποτέλεσε τεράστια συνεισφορά στην ανθρώπινη σκέψη και έκανε τον Καντ να δηλώσει, πως «η λογική, από τον καιρό του Αριστοτέλη, δεν έχει κάνει βήματα ούτε μπρος ούτε πίσω», (Κριτική του Καθαρού Λόγου Β7).
Με τον τίτλο «Όργανο», τον 6ο μ.Χ. αιώνα, συγκεντρώθηκαν τα κυρίως λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Από τότε άνοιξε η συζήτηση, αν η λογική είναι ένα εργαλείο της φιλοσοφίας ή ένα μέρος της. Οι θετικιστές υποστήριξαν την πρώτη, οι μεταφυσικοί συντάχτηκαν με τη δεύτερη άποψη. Αν είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς το Κεφάλαιο του Μαρξ, χωρίς τη μελέτη της Λογικής του Χέγκελ, είναι το ίδιο αδύνατο να καταλάβει τον Αριστοτέλη, χωρίς την προηγούμενη εξέταση της αριστοτελικής Λογικής ή αναλυτικής, όπου, σύμφωνα με τον Λένιν, «η αντικειμενική λογική ανακατεύεται παντού με την υποκειμενική και, μάλιστα, κατά τρόπο που η αντικειμενική φαίνεται παντού». Μολονότι δεν είταν υλιστής, επέμενε, πως ο αισθητός κόσμος πρέπει να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας και η φιλοσοφική σκέψη αυτόν πρέπει να έχει αφετηρία στις αναζητήσεις της.
Η επιστημονική γνώση πρέπει να υψωθεί από το μερικό στο γενικό και για να εξηγήσει το αποτέλεσμα πρέπει να ερευνήσει τις αιτίες. Η σκέψη πρέπει να κοπιάσει, να μοχθήσει, για να φτάσει στις ανώτερες βαθμίδες που βρίσκονται οι γενικές έννοιες, όσο κι αν η «λογική ψυχή» μπορεί να γνωρίσει τα πάντα.
Από τις αισθήσεις, διαμέσου των αναμνήσεων, μπορούμε να περάσουμε στην εμπειρία και από κει στην επιστήμη (αληθινή γνώση), (βλ. Αναλυτικά Ύστερα, II, 19).
Ενώ όμως, αντίθετα από τους σκεπτικιστές, παραδεχόταν την εγκυρότητα των αισθήσεων, δεν έφτασε να δεχτεί μια μόνο αντικειμενική πραγματικότητα και αναγνώριζε στη νόηση υπεροχή και αυτονομία από την ύλη.
Στοιχεία της νόησης είναι οι έννοιες, οι κρίσεις (αποφάνσεις) και οι συλλογισμοί, που είναι οι βασικοί τύποι με τους οποίους κινούνται οι έννοιες. Κάθε κρίση είναι αποτέλεσμα ενός συλλογισμού, επαγωγικού ή παραγωγικού.
Οι δύο αυτές μέθοδες επιστημονικής έρευνας δεν μπορούν να αποδείξουν τις πρώτες αρχές κάθε επιστήμης, γιατί «είναι φανερό, ότι δεν είναι δυνατόν να αποδείξει κανείς τας εκάστου ιδίας αρχάς».
ΙΑ. Οι Αρχές της Λογικής
«Ότι σε μια έννοια η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από μας, καθώς και από την κρίση μας, είναι τόσο σταθερό στην αριστοτελική φιλοσοφία, όσο και το γεγονός, ότι εμφανίζεται αληθινή ή ψεύτικη με την ενέργειά μας. Χωρίς όμως αυθύπαρκτη αρχή αυτό δεν γίνεται. Αυτή την αρχή ύψωσε ο Αριστοτέλης σε κύρια κατηγορία της φιλοσοφίας του», (J.M. ΖΕΜΒ, Αριστοτέλης).
Ανάμεσα στο μεγάλο αριθμό των αρχών που διακρίνει, ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει εκείνες που σχετίζονται με μια ιδιαίτερη επιστήμη, από εκείνες που ισχύουν σαν πρώτες ή ύψιστες αρχές, γιατί δεν μπορούν να μπουν όρια στην έννοια και την ισχύ τους.
Αυτές είναι δύο: η αρχή της αντίφασης και η αρχή της απόκλεισης του μέσου ή τρίτου. Η αρχή της ταυτότητας δεν ανήκει σ’ αυτές τις ύψιστες αρχές.
Στα «Μετά τα Φυσικά» (IV, 3) πραγματεύεται τις δύο πρώτες, γιατί πρώτα είναι οντολογικές, και γίνονται λογικές αρχές, εξαιτίας του παραλληλισμού είναι και νοείν.
IB. Αντίφαση
Για τον Αριστοτέλη, η αρχή της αντίφασης είναι η πηγή της τάξης, η πέτρα πάνω στην οποία μπορεί κανείς να χτίσει, το δεδομένο που αντέχει σ’ όλες τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα.
«Το ίδιο πράγμα είναι αδύνατο να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα» (Μετά τα Φυσικά, 3, 3). «Είναι αδύνατο μαρτυρίες που είναι αντιφατικές μεταξύ τους να είναι ταυτόχρονα αληθινές». «Είναι αδύνατο να ισχυρίζεται κανείς κάτι στ’ αλήθεια και συγχρόνως να το αρνείται». «Αυτή είναι η πιο ισχυρή απ’ όλες τις αρχές», (Μετά τα Φυσικά, 3, 6).
Ακόμα κι αν πολλές άλλες αρχές έχουν προκύψει με την επαγωγή κι έχουν ανάγκη από επαλήθευση, όμως η αρχή της αντίφασης βρίσκεται πραγματικά στην αρχή: «Γι’ αυτό όλοι, όσοι προσπαθούν να αποδείξουν, ανάγουν τις αποδείξεις τους σ’ αυτή την αρχή, σαν να είναι η έσχατη πίστη. Γιατί αυτή η αρχή είναι από τη φύση της η πηγή και των άλλων αξιωμάτων», (Μετά τα Φυσικά, 3, 3).
Η αρχή της αντίφασης είναι στην πραγματικότητα η αντανάκλαση στη νόηση του ποιοτικού διαφορισμού των αντικειμένων. Αντανακλά το κοινό γεγονός πως, αν παρασυρθούμε από τις μεταβολές του, το αντικείμενο δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα αλληλο-αποκλειόμενες ιδιότητες.
«Πρώτα, συνήθως απομακρύνουν την Αντίφαση από τα πράγματα, από το υπάρχον και το αληθινό γενικά και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό. Μετά, την μεταφέρουν στην υποκειμενική αντανάκλαση, που μόνη της, όπως λένε, την θέτει, συσχετίζοντάς την και συγκρίνοντάς την. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε σ’ αυτή την αντανάκλαση, γιατί είναι αδύνατο να φανταστεί ή να σκεφτεί κανείς οτιδήποτε το αντιφατικό. Πράγματι, η Αντίφαση, είτε βρίσκεται στην Ενεργό Πραγματικότητα είτε στη σκεπτόμενη αντανάκλαση, θεωρείται σαν ένα ατύχημα, ένα είδος ανωμαλίας ή παροξυσμού μιας αρρώστιας που γρήγορα θα περάσει», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Παράθεση από τη Λογική του Χέγκελ, σελ. 46, εκδόσεις «Ρινόκερως»).
«Αλλά η κοινή εμπειρία διακηρύσσει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας αριθμός αντιφατικών πραγμάτων, κανονισμών κλπ., με την αντίφαση παρούσα μέσα σ’ αυτά και όχι απλά μέσα σε μια εξωτερική αντανάκλαση. Αλλά ακόμα περισσότερο δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί σαν μια ανωμαλία που απλά συμβαίνει εδώ κι εκεί· αντίθετα, είναι το Αρνητικό στον ουσιαστικό του προσδιορισμό, η αρχή κάθε αυτο-κίνησης, που δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά σε μια έκθεση της Αντίφασης. Η ίδια η εξωτερική, αισθητηριακή κίνηση είναι η άμεσή της ύπαρξη...Πρέπει να αναγνωρίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις που διαπίστωσαν στην κίνηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνηση, αλλά πολύ περισσότερο ότι η κίνηση είναι η ίδια η υπάρχουσα Αντίφαση»., (όπ.π. σελ. 46-47).
Ο «έλλογος» όμως στοχασμός του Αριστοτέλη περιορίζεται «στην κατανόηση και τη διατύπωση της Αντίφασης. Δεν εκφράζει την έννοια των πραγμάτων και τις σχέσεις τους, και έχει σαν υλικό και περιεχόμενο μόνο τους προσδιορισμούς της Φαντασίας· αλλά ακόμα τις θέτει σε μια τέτοια σχέση η οποία περιέχει την αντίφασή τους, επιτρέποντας στην έννοιά τους να φανεί διαμέσου της αντίφασης.», (όπ.π., σελ. 48-49).
Αντίθετα, ο Ορθός Λόγος (κατανόηση) «οξύνει την αμβλυμμένη διαφορά του διαφορετικού, την απλή πολλαπλότητα της φαντασίας, σε ουσιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψωθούν στην κορυφή της αντίφασης, οι πολλαπλές οντότητες γίνονται δραστήριες (regsam) και ζωντανές στη μεταξύ τους σχέση –δέχονται/αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα που είναι ο εγγενής παλμός της αυτο-κίνησης και της ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 49-50).
ΙΓ. Η Αρχή της του Τρίτου Αποκλείσεως
Στην αρχή της αντίφασης εντάσσει ο Αριστοτέλης την αρχή του «αποκλειόμενου τρίτου ή μέσου»: «Είναι αναγκαίο ένα μόνο μέρος της αντίφασης να είναι αληθινό. Εάν, σε συνέχεια, είναι αναγκαίο είτε να καταφάσκουμε τα πάντα είτε να τα αρνιόμαστε είναι αδύνατο να είναι και τα δύο ψευδή. Γιατί μόνο το ένα σκέλος της αντίφασης είναι ψευδές», (Μετά τα Φυσικά, 3, 8).
Αν βέβαια αυτό σημαίνει πως κάθετι έχει τον θετικό και αρνητικό του προσδιορισμό, κανείς δεν θά ’χε λόγο να διαφωνήσει. «Αλλά αν μ’ αυτό εννοείται, όπως συνήθως γίνεται, ότι, απ’ όλα τα κατηγορήματα ισχύει είτε ένα δοσμένο κατηγόρημα είτε το μη-Είναι του, τότε αυτό είναι μια “κοινοτοπία”!!! Η εξυπνάδα ...γλυκό, όχι-γλυκό; Πράσινο όχι-πράσινο; Ο προσδιορισμός πρέπει να οδηγεί μέχρι την προσδιοριστικότητα, αλλά σ’ αυτήν την κοινοτοπία δεν οδηγεί πουθενά», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 45).
Επομένως στην πρόταση «Κάτι είναι Α είτε όχι Α: δεν υπάρχει τρίτο», υπάρχει ένα τρίτο μέσα σ’ αυτή την ίδια τη θέση. Το ίδιο το Α είναι το Τρίτο, γιατί το Α μπορεί να είναι ταυτόχρονα +Α και -Α (αντίθετα με τη νεκρή ταυτότητα της τυπικής Λογικής). «Το ίδιο το Κάτι είναι λοιπόν ο τρίτος όρος που υποτίθεται ότι αποκλείεται» (Χέγκελ) –σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον λογικό ρασιοναλισμό των νεώτερων χρόνων (Λάιμπνιτς).
Αντίθετα, η διαλεχτική Λογική αποδείχνει ότι «κάθε συγκεκριμένο πράγμα, κάθε συγκεκριμένο κάτι, βρίσκεται σε πολυποίκιλες και συχνά αντιφατικές σχέσεις με κάθετι άλλο, συνεπώς, είναι ο εαυτός του και ταυτόχρονα κάτι άλλο», (όπ.π., σελ. 45).
ΙΔ. Η Αρχή του Αποχρώντος (Επαρκούς) Λόγου και η Αιτιότητα
Ο φιλόσοφος όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν πρέπει να τείνει στο άμεσα προσδιορισμένο Είναι, αλλά πρέπει να περάσει στο λόγο της ύπαρξής του, στον αποχρώντα λόγο του, στην αιτία του.
Ο Λάιμπνιτς, που έκανε βάση της φιλοσοφίας του αυτή την αρχή, την ξεχώρισε από την αιτιότητα, με τη στενή της έννοια, σαν μηχανικού τρόπου δράσης, αναζητώντας τη σχέση των αιτιών.
Τί είναι όμως αιτία για τον Αριστοτέλη:
α) η πρώτη ύλη από την οποία γίνεται κάτι,
β) η μορφή και το αρχέτυπο, δηλ. η έννοια του όντος,
γ) το σημείο αφετηρίας για αλλαγή και κίνηση (π.χ. ο πατέρας για το παιδί),
δ) ο σκοπός (π.χ. η υγεία είναι ο σκοπός του περιπάτου).
Χωρίς την κατανόηση των αιτίων είναι αδύνατη η πλήρης γνώση, κατά τον Αριστοτέλη. Με το να γνωρίζουμε το γενικό δεν κόβουμε τη δίψα της γνώσης. Πρέπει να διεισδύσουμε στα αίτια.
Η αιτιότητα ισχύει γι’ αυτόν σαν μια ενεργή θέση αιτίων, που στηρίζεται στη φύση και τις φύσεις (δομές): Ακούραστα περιγράφει το χτίστη που χτίζει, το γιατρό που δίνει φάρμακα.
Η αποφασιστική όμως αρχή είναι γι’ αυτόν ο σκοπός, απ’ τον όποιο πρώτα πηγάζει η αναγκαιότητα της κίνησης και συγχρόνως εκείνο που σταματάει την κίνηση, δηλ, η ολοκλήρωση της μορφής. Ο σκοπός δεν βρίσκεται αναγκαστικά στην αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, και γι’ αυτό μιλάει για τη δημιουργία του θεού.
Αλλά το νόημα που φωλιάζει σ’ αυτόν τον σκοπό είναι ο θεός.
«Ηφύση απ’ όλες τις δυνατότητες πραγματώνει την καλύτερη».
Μ’ αυτή την πρόταση συνδέονται πολλές σχετικές θέσεις, που η κατανόηση τους χρειάζεται τον τρόπο που λειτουργούν οι κομπιούτερς, όπου οι αυτορυθμιζόμενοι μηχανισμοί συνδέουν αφορμή-αιτία-σκοπό.
Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη για τη συνάφεια των αιτίων έχει τεράστια σημασία για τις φυσικές επιστήμες. Στις βιολογικές του έρευνες π.χ. ο Αριστοτέλης προσωρινά αναβάλλει να μιλήσει για τελικά φαινόμενα. Γι’ αυτόν σημασία έχει ότι το «Είναι» είναι κάτι το περιεκτικό, που η μορφή δρα μέσα του σαν σκοπός. Η αιτιότητα στο σύνολο του έργου του αποτελεί το νήμα που διαπερνά όλη τη σκέψη του, συνοψίζει τα πάντα.
«Τώρα, αυτό που εμφανίζεται σαν η δραστηριότητα της μορφής αποτελεί εξίσου την πραγματική κίνηση της ίδιας της Ύλης...», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 57).
Παραφράζοντας τα λόγια του Λένιν για τον Χέγκελ, θα λέγαμε ότι «εδώ έχετε την εικόνα του κόσμου σύμφωνα με τη Λογική του Αριστοτέλη –φυσικά μείον το θεό και τον Απόλυτο σκοπό».
ΙΕ. Η Αρχή της Ταυτότητας και ο Ρεβιζιονισμός
«Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι είταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί. Και ο Αριστοτέλης, η πιο καθολική διάνοια ανάμεσα τους, είχε ήδη αναλύσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης. Εντούτοις, η διαλεκτική παράμεινε εμβρυακό στοιχείο στην ελληνική σκέψη. Οι έλληνες φιλόσοφοι δεν πέτυχαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν ν’ αναπτύξουν τις σκόρπιες οξύτατες ενοράσεις σε επιστημονικό σχήμα», (Έγκελς).
Γιατί;
«Έπρεπε πρώτα να εξεταστούν τα πράγματα προτού μπορέσουν να εξεταστούν τα προτσές. Έπρεπε πρώτα να ξέρει κανείς τί είταν ένα οποιοδήποτε πράγμα, για να μπορέσει έπειτα να καταπιαστεί με τις αλλαγές που παθαίνει... Η παλιά μεταφυσική, που θεωρούσε τα πράγματα αποτελειωμένα, γεννήθηκε από μια επιστήμη της Φύσης που ερευνούσε τα νεκρά και ζωντανά πράγματα σαν αποτελειωμένα», (Έγκελς: Ο Λ. Φόιερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας).
Το πρωτόγονο επίπεδο της αρχαίας τεχνολογίας και των μαθηματικών, που είταν εντελώς απομακρυσμένα από κάθε σχέση με τη Φύση, οδήγησαν στους αφηρημένους και στατικούς «νόμους της σκέψης», με αποκορύφωμα το «νόμο της ταυτότητας», που δεν ξεπερνά την εμπειρική ταξινόμηση και σύγκριση των ιδιοτήτων αντικειμένων που δεν είχαν καμιά ποσοτική σχέση μεταξύ τους: Α=Α («αν κάθετι είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, δεν είναι ξεχωριστό από αυτόν, δεν περιέχει καμιά αντίθεση και δεν έχει καμιά βάση»).
«Η ουσία είναι... απλή ταυτότητα με τον εαυτό της», σε βαθμό μάλιστα που η αμφισβήτηση αυτής της αρχής να ισοδυναμεί με το ότι «έχει καταλυθεί η λογική συνείδηση και το γεγονός μπορεί πλέον να έχει σημασία μόνο για την ψυχολογία (ή για την ψυχοπαθολογία)» (!), (Ε. Παπανούτσου: Λογική, σελ. 190).
Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την κοινή αντίληψη, που αντιπαραθέτει την ομοιότητα και τη διαφορά, χωρίς να κατανοεί «αυτή την κίνηση της μετάβασης του ενός απ’ αυτούς τους προσδιορισμούς στον άλλο», (Χέγκελ, Λογική).
Οι οπαδοί του «νόμου της ταυτότητας» μετατρέπουν αυτή την άδεια ταυτολογία σε μια μονόπλευρη προσδιοριστικότητα, που αυτή καθεαυτή περιέχει μονάχα τυπική αλήθεια, αφηρημένη και ατελή και αντανακλά, σύμφωνα με τον Χέγκελ, τη «συνηθισμένη τρυφερότητα προς τα πράγματα, που η μόνη της φροντίδα είναι πώς να μην έρθουν σε αντίφαση το ένα με το άλλο», πράγμα που αποτελεί και τον ταξικό-πολιτικό πυρήνα της κοινωνικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.
Είναι λάθος επομένως να αντιλαμβανόμαστε το «νόμο της ταυτότητας» σαν ένα στατικό δεδομένο, που η αναγνώριση του «είναι μια απαραίτητη συνθήκη, για να γίνει κανείς επαναστάτης σοσιαλιστής», όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ στο «Εισαγωγή στη Λογική του Μαρξισμού».
«Ο άνθρωπος έχει μάθει το νόμο της ταυτότητας μέσα από τα εκατομμύρια χρόνια της κοινωνικής πραχτικής του, πολύ πιο πριν από τότε που μπόρεσε να τον σχηματοποιήσει, χρησιμοποιώντας αφηρημένες γενικές έννοιες. Ο νόμος της ταυτότητας είναι μόνο μια μονόπλευρη διατύπωση ενός προτσέσου που συσχετίζει αυτό που παραμένει το ίδιο μέσα στις πολύπτυχες αλλαγές που υφίσταται κάθετι μέσα στη Φύση. Αυτό το προτσέσο έμεινε βασικά απαρατήρητο, σ’ αυτούς που πρώτοι διατύπωσαν το νόμο της ταυτότητας στην Ελλάδα», (Άλεξ Στάινερ: Η Φιλελεύθερη Φιλοσοφία του Τζορτζ Νόβακ, σελ. 9-10, στην Ελληνική έκδοση).
ΙΣΤ. Η Τυπική Λογική και το Εργατικό Κίνημα
Η τυπική λογική –αντίθετα με τους αστούς ακαδημαϊκούς και το Νόβακ– δεν είναι μια υπεριστορική πραγματικότητα. Ως την επικράτηση του καπιταλισμού, είταν η πιο υψηλή κατάχτηση της ανθρώπινης σκέψης και έπαιξε προοδευτικό ρόλο στην εποχή της. Η εκλεκτικιστική εξέταση των «καλών» και «κακών» πλευρών της που επιχειρείται από το Νόβακ, συσκοτίζει το ζήτημα και αγνοεί την ιστορική της καταγωγή.
Η ίδια η μπουρζουαζία, στην άνοδο της, αναζήτησε μια λογική, που δεν είταν φυλακισμένη μέσα στις προκαθορισμένες κατηγορίες της Αριστοτελικής Λογικής. Οι επαναστατικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα, δημιούργησαν τεράστια ρήγματα στο κοινό φρούριο της Αριστοτελικής μεταφυσι-κής λογικής και της καθολικής θεολογίας.
Σήμερα, η μπουρζουαζία γυρίζει πίσω στην τυπική λογική, πίσω στον Καντ, απορρίπτοντας τη διαλεκτική, που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ποσοστική ανάπτυξη ή συμπλήρωσή της, όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ.
Ο ρόλος της σήμερα είναι εντελώς αντιδραστικός, γιατί θέλει «να κρατήσει την εργατική τάξη δεμένη στην μπουρζουαζία. Σήμερα, οι a priori κατηγορίες της τυπικής λογικής αντικαθρεφτίζουν το είδος του κόσμου που αποζητά η μπουρζουαζία, ένα αιώνια προκαθορισμένο καπιταλιστικό κόσμο, όπου οι εκμεταλλευτές παραμένουν εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι παραμένουν εκμεταλλευόμενοι. Να συμβιβαστείς με την τυπική λογική σημαίνει να συμβιβαστείς με την μπουρζουαζία. Στην ουσία ο Νόβακ αυτό κάνει», (Άλεξ Στάινερ, όπ.π., σελ. 11 της ελλην. έκδοσης).
Στα θεμελιακά ζητήματα της πάλης, η επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στην ανώτερη εξέλιξη των επιστημών, και όχι στα δεκανίκια μιας κοντόφθαλμης αντίληψης. Πρέπει να καταπιαστούμε με την έρευνα των εσωτερικών αντιφάσεων της διαλεχτικής εξέλιξης, για να μπορούμε να προσδιορίσουμε τα ποιοτικά άλματα της, σε μια εποχή απότομων και ραγδαίων αλλαγών.
ΙΖ. Τα Έργα του Αριστοτέλη
Πριν τελειώσουμε, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη. Αυτό χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:
α) στα διδακτικά συγγράμματα, που προορίζονταν για τους μαθητές του Λυκείου, που εκδίδονταν σε μορφή σημειώσεων.
6) στους διάλογους ή εξωτερικούς λόγους, που προορίζονταν για το πλατύ κοινό.
Στους τελευταίους χρωστά ο Αριστοτέλης τη φήμη του, παρά το γεγονός ότι σώζονται ελάχιστα αποσπάσματά τους.
Ο πληρέστερος κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη συντάχτηκε από δύο Άραβες αριστοτελικούς φιλόσοφους του 8ου μ.Χ. αιώνα και περιλαμβάνει μόνο 162 έργα από τα 1.000 που έγραψε, όπως αναφέρει μια σχετική πηγή.
Αυτή την «Εγκυκλοπαίδεια», που περιείχε «όλη την αφαίρεση γνώσης» από την εποχή του, μπορούμε να την χωρίσουμε σε επιστημονικές συλλογές:
α) Λογικά συγγράμματα, γνωστά με το όνομα Όργανον:
1. Κατηγορίαι (βασικές μορφές της ουσίας, του όντος).
2. Περί ερμηνείας (για τις Κρίσεις)
3. Αναλυτικά πρότερος (συλλογισμός).
4. Αναλυτικά ύστερα (απόδειξη, ορισμός, διαίρεση).
5. Τοπικά (τρόποι έρευνας και συζήτησης).
6. Περί σοφιστικών ελέγχων (για τα σοφίσματα).
Εδώ μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τα «περί τέχνης ρητορικής», «περί ποιητικής» καθώς και τα «Μετά τα φυσικά» ή Πρώτη Φιλοσοφία, όπου ερευνά τις πρώτες αιτίες των όντων.
β) Τα φυσικά: 1. Περί φυσικής ακροάσεως (8 βιβλία). 2. Περί ουρανού. 3. Περί γενέσεως και φθοράς. 4. Μετεωρολογικά. 5. Περί κόσμου.
γ) Βιολογικά: 1. Περί τα ζώα ιστορία. 2. Περί ζώων μορίων. 3. Περί ζώων γενέσεως. 4. Περί της κοινής των ζώων κινήσεως. 5. Περί ζώων πορείας. Επίσης το «Περί Ψυχής», εφόσον εξετάζει την ψυχή σε άμεση σχέση με τη ζωή, και τα «Μικρά Φυσικά».
δ) Ηθικά και πολιτικά: 1. Ηθικά Νικομάχεια (10 βιβλία). 2. Τα Μεγάλα ηθικά, 3. Ηθικά Ευδήμεια (7 βιβλία). 4. Αθηναίων Πολιτεία.
ε) Οικονομικά: Οι Άραβες είταν οι πρώτοι που μελέτησαν τον Αριστοτέλη στους νεώτερους χρόνους. Ήδη από τον 9ο μ.Χ. αιώνα είχαν μεταφράσει στη γλώσσα τους όλα σχεδόν τα έργα του. Ο αραβικός όμως Αριστοτελισμός, που έφτασε στην ακμή του με τον Αβερρόη (1126-1198), είδε τον Αριστοτέλη μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του νέο-πλατωνισμού, αποδίδοντας του ακόμα και έργα του Πλωτίνου (3ος μ.Χ. αιώνας).
Την εποχή της φεουδαρχίας, και ιδιαίτερα από τον 13ο αιώνα, οι Δυτικοευρωπαίοι διαβάζουν τον Αριστοτέλη απευθείας από το πρωτότυπο. Το τίμημα για όσους βγάζανε από το έργο του συμπεράσματα αντίθετα με τα δόγματα της καθολικής εκκλησίας είταν οι διώξεις, ως την εποχή που ο Θωμάς ο Ακινάτης –«Θωμισμός»–(1226-1274), μεταβάλλει τη φιλοσοφία του σε θεωρητικό προπύργιο του καθολικισμού με τη «ρεαλιστική» και «σχολαστική» διαστρέβλωση της:
«Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη πήρανε κάθετι το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ό,τι είταν νεκρό σ’ αυτόν», (Λένιν: τόμος 38, σελίδα 368-369, αγγλική έκδοση).
Ο Χέγκελ, στις «παραδόσεις για την Ιστορία της φιλοσοφίας», 1805, παρουσιάζει όχι μόνο τη στάση των συγχρόνων του απέναντι στο έργο του, αλλά βάζει και τις βάσεις για τη μελέτη του:
«Ο Αριστοτέλης υπήρξε μια από τις πλουσιότερες και βαθύτερες επιστημονικές ιδιοφυΐες, που εμφανίστηκαν ποτέ. Ένας άνδρας, που όμοιό του καμιά εποχή δεν έχει να δείξει... Σε κανένα φιλόσοφο δεν έγινε τόσο άδικη μεταχείριση, με τελείως επιπόλαιες παραδόσεις, που διατηρήθηκαν για τη φιλοσοφία του και είναι ακόμα στην ημερήσια διάταξη, αν και για πολλές εκατονταετίες υπήρξε ο δάσκαλος όλων των φιλοσόφων. Επειδή αποδόθηκαν σ’ αυτόν προθέσεις που είναι τελείως αντίθετες με τη φιλοσοφία του, και ενώ ο Πλάτων διαβάζεται πολύ, ο θησαυρός του Αριστοτέλη από εκατονταετίες ως τη νεότερη εποχή είναι τόσο πολύ άγνωστος, ώστε κυριαρχούν οι πιο λαθεμένες προλήψεις γι’ αυτόν.
Τα θεωρητικά λογικά έργα του δεν τα γνωρίζει σχεδόν κανένας· στα φυσικο-ιστορικά του έχει πραγματικά αποδοθεί στη νεότερη εποχή μεγαλύτερη δικαιοσύνη, αλλά όχι και για τις φιλοσοφικές του απόψεις».
Σύντροφοι,
Δεν ξαναγυρίσαμε στον Αριστοτέλη από αρχαιοδιφική περιέργεια ούτε γιατί πιστεύουμε, όπως εκείνος και οι προγονόπληχτοι αστοί θεωρητικοί ότι «η ανασυγκρότηση της ανθρώπινης γνώσεως πραγματώνεται πολύ συχνά υπό τη μορφή επαναλήψεως... και δεν πρέπει να μας φοβίζει η επάνοδος στις παλαιές και πατροπαράδοτες δοξασίες», (Κ.Δ. Γεωργούλη: Αριστοτέλης και Καντ, σελ. 80, περιοδικού Ελληνική Δημιουργία», 1952).
Γυρίσαμε, γιατί πιστεύουμε ότι:
«Το ζήτημα ενός ορθού φιλοσοφικού δόγματος, δηλαδή, μιας ορθής μεθόδου σκέψης, είναι αποφασιστικής σημασίας για το επαναστατικό Κόμμα, ακριβώς όπως ένα καλό μηχανουργικό τμήμα είναι αποφασιστικής σημασίας για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι, όμως, απόλυτα αδιανόητο, να ανατραπεί η παλιά κοινωνία και να ανοικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι σύγχρονες μέθοδες», (Λ. Τρότσκι: Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού).

Δες επίσης ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ στις:

«ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» του Χέγκελ (ΕΔΩ).

Όπως δημοσιεύτηκε στην «Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση» του Ιούλη 1979,
(N. Λένιν: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ, σελ. 254-262. Μτφρ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΑ).

ταδε εφη ο κυριος Δημήτρης Καζάκης

''Τέλος θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Αυτός που σε μια τόσο κρίσιμη καμπή της χώρας, του λαού και της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να πείσει τον απλό κόσμο ότι μπορεί να κάνει ελάχιστα, ότι δεν μπορεί να πετύχει και πολλά και γενικά ότι δεν μπορεί να αποτινάξει με την πάλη του καταπιεστικά πλαίσια και δεσμά, εδώ και τώρα που το χρειάζεται, που κρίνεται η επιβίωσή του, τότε αυτός δεν ανήκει στην αριστερά. Ότι κι αν δηλώνει, ότι κι αν λέει, ότι κι αν επικαλείται, όποια κι αν είναι η ιστορία του, όσες φορές την ημέρα κι αν προσεύχεται στο μαρξισμό, όσα ευχέλαια κι αν κάνει στην παγκόσμια επανάσταση, όσα καντήλια κι αν ανάβει στον Λένιν, στον Στάλιν ή στον Τρότσκι, όσα πρόβατα κι αν βάφει κόκκινα σαν τον Τραμπάκουλα του Χάρι Κλιν. Δεν αντιπροσωπεύει παρά μια συντηρητική και καθεστωτική δύναμη, μια δύναμη δωσιλογισμού, εθνικής και ταξικής προδοσίας, ανάχωμα και εμπόδιο στην αναγκαία πάλη για τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας.''
απο το

Δημήτρης Καζάκης, Περί λάθους, αξιοπιστίας, και άλλων αλχημειών

 --------------------------------------------------------------------
Μαλιστα  κυριες και Κυριοι ..Ταδε εφη ο κυριος αυτος

Τωρα μη με ρωτατε αν ανηκει στην Αριστερά ο κυριος αυτος και μαλιστα  με θεση  μεγαλου ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗ  ειλικρινά δεν μπορω να σας απαντησω..Μπορει και να ανηκει. Εξαλλου σε ενα ορισμένο ειδος  Αριστεράς το παραπάνω Υφος ηταν και ισως εξακολουθει να ειναι  μαλλον κυριαρχο.

Damnatio memoriae «Η μετονομασία της οδού Νάτσινα, όπου δολοφονήθηκε ο Γιάννης Χαλκίδης, σε οδό «Γιάννη Χαλκίδη» απορρίπτεται, γιατί επιφέρει σύγχυση στη λειτουργία των υπηρεσιών, έχει δυσμενή επίδραση στις συναλλαγές, στην κοινωνική και οικονομική ζωή, στην αλληλογραφία των πολιτών»(!).Τριαντάφυλλος Μηταφίδης Δημοτικός Σύμβουλος «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ των ΠΟΛΙΤΩΝ και της ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ» « Ο ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς», 2/4/2010


Damnatio memoriae

«Η μετονομασία της οδού Νάτσινα, όπου δολοφονήθηκε ο Γιάννης Χαλκίδης, σε οδό «Γιάννη Χαλκίδη» απορρίπτεται, γιατί επιφέρει σύγχυση στη λειτουργία των υπηρεσιών, έχει δυσμενή επίδραση στις συναλλαγές, στην κοινωνική και οικονομική ζωή, στην αλληλογραφία των πολιτών»(!).
Με αυτό το προσβλητικό για την ιστορική μνήμη και τη νοημοσύνη των πολιτών της Θεσσαλονίκης εφεύρημα η πλειοψηφία της «Επιτροπής Δημοσίων Σχέσεων και Ονοματοθεσίας οδών» του Δήμου Θεσσαλονίκης (Ν.Δ.-ΛΑ.Ο.Σ.) απέρριψε το αίτημα του «Συνδέσμου Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών (Σ.Φ.Ε.Α.) 1967-74» να αποδοθεί το όνομα του Γιάννη Χαλκίδη στον τόπο της εν ψυχρώ εκτέλεσής του (γωνία Φιλελλήνων –τότε- και Κωνσταντινουπόλεως) στις 5-9-1967 από ομάδα εφόδου της χουντικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Αντίθετα, η ίδια Επιτροπή εισηγήθηκε να τιμηθεί ο στρατιωτικός ιερέας της Μακρονήσου, καθοδηγητής των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και προπαγανδιστής της YENEΔ, μητροπολίτης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος – «μπουρλοτιέρης των ψυχών» κατά τον αλήστου μνήμης αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο – που εκθρονίστηκε το 1974 με Συντακτικές Πράξεις ως εγκάθετος της «αριστίνδην» συνόδου της δικτατορίας.
Αλλά δεν τους έφτανε η νεκρανάσταση ενός φαντάσματος της χούντας. Ήθελαν να τιμήσουν και μια από τις πιο ολέθριες φιγούρες της νεότερης ιστορίας: τον Γ. Γρίβα-«Διγενή», τον αρχηγό της ναζιστικής «Χ», της «ελληνικής Κου Κλουξ Κλαν», τον μέντορα της αντικομμουνιστικής ΕΟΚΑ και της ΕΟΚΑ Β΄ του Σαμψών, που οργάνωσε το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και έστρωσε το δρόμο στην τραγική διχοτόμηση της Κύπρου.
Έπρεπε επίσης να «φρεσκάρουν» τη μνήμη του Παντελεήμονα του Β΄, πρόμαχο των εθνικιστικών συλλαλητηρίων εναντίον των «γυφτοσκοπιανών» και των «λαοσυνάξεων» κατά των νέων, χωρίς θρήσκευμα, ταυτοτήτων. Γι’ αυτόν πρότειναν να δοθεί το όνομά του στο πάρκο μπροστά…στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης!
Μπροστά στην αποφασιστική αντίδραση των δημοτικών συμβούλων της αντιπολίτευσης, του «Σ.Φ.Ε.Α 1967-74» και του ΕΚΘ αναδιπλώθηκαν και απέσυραν τις προκλητικές εισηγήσεις τους. Είναι ολοφάνερο όμως ότι το σύμπλεγμα εθνολαϊκισμού-κλεπτοκρατίας που λυμαίνεται την πόλη, θα συνεχίσει να τιμωρεί-κατά το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό δόγμα - την ιστορική της μνήμη, εν όψει μάλιστα του «ιωβηλαίου» της Θεσσαλονίκης το 2010.
           Γι’ αυτό η προσεχής αυτοδιοικητική μάχη θα πάρει αναπόφευκτα και χαρακτήρα ιδεολογικής αναμέτρησης για τη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης: από τη μία, μια πόλη φοβική, συμπλεγματική, παγιδευμένη στις εθνικιστικές ιδεοληψίες, τη θεοκρατία  και τη διαφθορά. Από την άλλη,  μια πόλη πολυπολιτισμική, δημοκρατική, «ανοικτό παράθυρο» στον κόσμο.
                                                                                          Τριαντάφυλλος Μηταφίδης
                                                             Δημοτικός Σύμβουλος
 «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ των  ΠΟΛΙΤΩΝ και της ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ»

« Ο ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς», 2/4/2010