Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Η πολυπολιτισμική διάσταση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης

Η πολυπολιτισμική διάσταση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης
Τριαντάφυλλου Μηταφίδη, προέδρου της Γ΄ ΕΛΜΕ-Θ,
        Το κείμενο είναι η ομιλία προς τους αντιπροσώπους του ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ, "Πολιτισμικές Γέφυρες" - πρόγραμμα «ΗΟRΙΖΟΝ» - Θεσσαλονίκη 2-4 Απριλίου 1997. Αναδημοσιεύθηκε στην «ΑΥΓΗ» από το θεωρητικό περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ», (τεύχος 11, Μάρτιος-Ιούλιος 1997), ως συμβολή στην ανάδειξη της κοινωνικής-πολυπολιτισμικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης ενόψει της «αντι-συνόδου των κινημάτων» που οργάνωσε στην πόλη μας το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ τον Ιούνιο του 2003. Η αγγλική του μετάφραση δόθηκε στους ξένους αντιπροσώπους της «αντι-συνόδου».
Οι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί συνηθίζουν να διαιρούν την νεότερη ιστορία της Θεσσαλο­νίκης σε δύο περιόδους με ορόσημο το 1912, τη χρονιά δηλαδή που τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας οθωμανική κυριαρχία πέντε περίπου αιώνων (29 Μαρτίου 1430-26 Οκτωβρίου 1912). Ωστόσο, συμφω­νώντας με τον Η. Πετρόπουλο, ποιητή, λαογρά­φο, συλλέκτη αλλά και ένθερμο "φύλακα της μνήμης" της Θεσσαλονίκης, προτιμώ να χρησι­μοποιήσω ως ιστορικό ορόσημο το 1943, τη χρονιά του Ολοκαυτώματος των 50.000 περί­που Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο λόγος είναι ουσιαστικός: η "Θεσσαλονίκη με τους Εβραί­ους" αποτελεί καθεαυτή μία ιστορική περίοδο, ενώ η "Θεσσαλονίκη χωρίς τους Εβραίους" είναι μία άλλη "παράγραφος"(1).
Η πόλη ιδρύθηκε στα Ελληνι­στικά χρόνια, το 315 π.Χ. Χωρίς να γίνει ποτέ αυτοκρατορική πρωτεύουσα, χρησίμευσε ως προσωρινή κατοικία δύο αυτοκρατόρων, του Γαλέριου και του Θεοδόσιου. Παρά τις αμέτρη­τες εισβολές που υπέστη, παρέμεινε η δεύτερη σε σημασία πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορί­ας και στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα αποτέλεσε θέατρο πολιτικο-θρησκευτικών συγκρούσεων με αποκορύφωμα την κατάπνιξη του ριζοσπαστικού - πληβειακού κινήματος των Ζηλωτών (1350).
Για περισσότερο από τέσσερις αιώνες η Βαλκανική αυτή πόλη, στην οποία μετά από τους Βυζαντινούς και για ένα σύντομο διάλειμμα, τους Ενετούς, στήριξαν την κυριαρχία τους οι Οθωμανοί Τούρκοι, ήταν, όπως οι περισσότερες οθωμανικές πόλεις και λιμάνια της Μεσογείου, μία κοσμοπολίτικη πόλη με κατοίκους διαφορετικής θρησκευτικής και εθνικής προέλευσης, οργανωμένους σε διαφορετικές κοινότητες. Έτσι, συνυπήρχαν Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Αρμένιοι, Τσιγγάνοι, με προεξάρχοντα εβραϊκό στοιχείο, που εγκαταστάθηκε στην πόλη μετά τους μεγάλους θρησκευτικούς διωγμούς στην Ισπανία το 1492. Έτσι, η "μητρόπολη της Μακεδονίας" έγινε η "μητέρα του Ισραήλ", η "Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων", ή η "Σεφαράντ των Βαλκανίων" - το εβραϊκό όνομα της Ισπανίας.

Σταυροδρόμι

      Στο β' μισό του 19ου αιώνα η Θεσσαλονίκη γίνεται σιγά - σιγά ο δυναμικότερος πόλος της διαβρωμένης πλέον Οθωμανικής κυριαρχίας, ένα σταυροδρόμι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύ­ση. Μετά από μία μακροχρόνια νάρκη, η πόλη ανοίγεται προς τη Δύση απ' όπου προσλαμβάνει  όχι μόνο θεωρητικές γνώσεις και  τεχνολογία αλλά και νέα ήθη. Η γαλλική κουλτούρα αποτελεί το φορέα και τον αγωγό ενός νέου τρόπου ζωής απέναντι στην ανατολίτικη μακαριότητα. Έτσι οικαλόγηροι και οι καλόγριες του τάγματος Σαιν Βενσάν ντε Πόλ (Sain Vincent de Paul)   ίδρυσαν τέσσερα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και την Ουνίτικη ιερατική σχολή του Ζέιντελικ. Οι Αγγλικανοί δύο σχολεία και οι Αμερικανοί Προ­τεστάντες τη Γεωργική Σχολή το 1905. Η κρατι­κή Γαλλική Λαϊκή Αποστολή διατηρούσε δύο εκπαιδευτήρια και μία εμπορική σχολή. Οι Ιτα­λοί είχαν 6 σχολεία και οι Γερμανοί-Αυστριακοί δύο.
     Η πόλη γνωρίζει μία ταχεία εκβιομηχάνιση που οδηγεί στη διαφοροποίηση των κοινοτικών δομών, στην αφομοίωση πολλών κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Η"δυτικοποίηση" της Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της εισβολής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην οθωμανική αυτοκρατορία, καθώς ευνοείται από μεταρρυθμί­σεις, γνωστές ως "Τανζιμάτ", γίνεται με ταχύτα­τους ρυθμούς και προκαλεί κραδασμούς στον παραδοσιακό τρόπο ζωής της πόλης.
     Δεν ενώνεται μόνο σιδηροδρομικά με το ευρωπαϊκό δίκτυο. Δεν αυξάνεται μόνο ο αριθ­μός των μεταπρατών, των δυτικότροπων κτι­σμάτων και των προλεταρίων, αλλά και οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων κατοίκων στους νεοτερισμούς ποου εισάγονται, με αποκορύφωμα τα δραματικά γεγονότα του Μάη του 1876. Οι αρχές της πόλης καταλύονται προσωρινά από τον εξεγερμένο όχλο και σφάζονται ο πρόξενοι της Γαλλίας και της Γερμανίας μπροστά  μάτια του Βαλή της πόλης.
    Στην είσοδο του 20ου αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε γύρω στις 135.000 κατοίκους, όσους περίπου και η Αθήνα, ενώ το Βελιγράδι 70.000 και η Σόφια 68.000. Στη Θεσσαλονίκη ήταν επίσης η έδρα της στρατιωτικής διοίκησης του Γ Σώματος Στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με 100,000 άνδρες.

Ο διεθνής χαρακτήρας της πόλης

Ως "συμπρωτεύουσα" της Οθωμανικής Αυ­τοκρατορίας και με τον έντονα διεθνή χαρακτή­ρα της συγκέντρωνε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, Στην "κι­νούμενη άμμο" των Βαλκανίων η Θεσσαλονίκη είχε τόσα γενικά προξενεία όσες πρεσβείες είχε η Αθήνα! Τα προξενεία αυτά συντόνιζαν τη δραστηριότητα τόσο την πολιτική όσο και την οικονομική όλων των διπλωματικών αντιπρο­σωπειών που υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή Τουρ­κία. Έτσι η πόλη λειτουργούσε ως ένα είδος "συλλογικού μεταπράτη" ανάμεσα στην Δύσηκαι την Ανατολή. Η πόλη βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα και για ένα άλ­λο επίσης Λόγο: ήταν χώ­ρος "δυσμενούς μετάθε­σης", περίπου πολιτικού εξοστρακισμού, όσων ε­πεδίωκαν τον εκδημο­κρατισμό της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας, κυ­ρίως των ανυπάκουων α­ξιωματικών που συσπει­ρώθηκαν υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ στο κίνημα των Νεότουρκων και εκθρό­νισαν τελικά το Σουλτάνο ΑβδούλΧαμίττο19ϋ8.
Η Βαλκανική ενδοχώρα "ανέπνεε" μέσα από τη Θεσσαλονίκη και η ζωή στο "θαυμαστό αυτό δείγμα πόλης", όπως τη χαρακτήριζαν οι Άγγλοι περιηγητές Μακένζι και Ιρμπι (2), διακρινόταν για την ειρηνική συνύ­παρξη 60.000 ισπανικής προέλευσης Εβραί­ων, 20.000 Μουσουλμάνων, 20.000 Ντονμέδων, δηλαδή εξισλαμισμένων Εβραίων, - που κυρίως ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και μικρέμποροι -, 40.000 Ελλήνων, 5.000 σλαβικής κατα­γωγής ή σλαβόφωνων και 3.000 Ευρωπαίων, οι και "Φραγκολεβαντίνοι" αποκαλούμενοι.
         Κάθε κοινότητα ζούσε τελείως χωριστά, είχε τους δικούς της τόπους λατρείας, τις δικές της συνοικίες, τα δικά της σχολεία, τα δικά της καφενεία, το δικό της σύστημα κοινωνικής αρωγής (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανο­τροφεία, νεκροταφεία κλπ), τα δικά της ήθη και έθιμα, τους δικούς της κανόνες. Έτσι, τα μαγαζιά των Τούρκων έκλειναν την Παρασκευή, των Εβραίων το Σάββατο, των Χριστιανών την Κυριακή. Σημείο συνάντησης όλων αυτών ήταν τα τσαρσιά (= αγορές) όπου γινόταν το αλισβερίσι (= συναλλαγές).
Εβραίοι
Η εβραϊκή κοινότητα, η κινητήρια δύναμη της πόλης, ήταν παράδειγμα κοινωνικής πόλωσης: Μία μειοψηφία οικογενειών έλεγχε τη βιομηχανία και το εμπόριο, αντιπροσώπευε όλους τους μεγάλους ευρωπαϊκούς οίκους και έλεγχε από­λυτα την αγορά κεφαλαίων. Αντίθετα τα 2/3 και πλέον των Εβραίων αποτελούσαν τα πιο φτω­χά και βασανισμένα στρώματα της πόλης. Τον Αύγουστο του 1908 το προλεταριάτο της Θεσ­σαλονίκης αριθμούσε 10.000 εργάτες, που δού­λευαν σε διάφορα εργοστάσια, άλλοι τόσοι απασχολούνταν στις βιοτεχνίες καπνού, πε­ρίπου 5.000 στις μεταφορές, οι περισσότεροι χαμάληδες στο λιμάνι. Αυτοί αποτέλεσαν και την κοινωνική βάση της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, της περίφημης "Φεντερασιόν" και της νεολαίας της, που ιδρύθηκε από μία ομάδα Εβραίων διανοούμενων με επικε­φαλής τον Αβραάμ Μπεναρόγια, δάσκαλο και τυπογράφο στην Εβραϊκή κοινότητα. Η εφημε­ρίδα της, Έλ Τζιορνάλ ντελ Λαβαραντόρ", πριν καταρρεύσει οικονομικά, εκδιδόταν σε τέσσε­ρις γλώσσες [ισπανοεβραϊκά "landino", Τουρ­κικά, Ελληνικά, Βουλγαρικά].
Εθνότητες
Οι μουσουλμάνοι ζούσαν απομονωμένοι στην Άνω Πόλη, το λεγόμενο "Μπαϊρι". Το πλου­σιότερο στρώμα τους, οι Οσμανλήδες, ήταν κατά πλειοψηφία τσιφλικάδες που είτε νοίκια­ζαν τα χωράφια τους είτε τα καλλιεργούσαν με δικούς τους κολίγους. Γόνος μιας τέτοιας αρι­στοκρατικής οικογένειας υπήρξε ο μεγάλος Τούρκος αριστερός ποιητής Ναζίμ Χικμέτ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1902,
Οι αλβανικής καταγωγής μουσουλμάνοι υ­πηρετούσαν κυρίως στο στρατό και τη χωρο­φυλακή και χρησιμοποιούνταν, σχεδόν απο­κλειστικά, ως "καβάσηδες", δηλαδή ως ιδιωτι­κοί φρουροί και σωματοφύλακες.
Οι Έλληνες, 1 στους4κατοίκουςτηςπόλης, από οικονομική άποψη ήταν ο δεύτερος, μετά τους Εβραίους, παράγοντας της πόλης. Γενι­κώς θεωρούνταν συντηρητικοί, αδιάφοροι προς κάθε νεωτερισμό και συνήθως τους αποκαλού­σαν με το παρατσούκλι "μπαγιάτηδες". Αλλά η Ελληνική κοινότητα, και όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, ένιωθε περισσότερο από οποιαδή­ποτε άλλη την οθωμανική καταπίεση και θεω­ρούσε τη Θεσσαλονίκη δική της πόλη. Έτσι, ακόμα και σήμερα, οι "γηγενείς" Θεσσαλονικιοί θεωρούν το παρατσούκλι "μπαγιάτης" περίπου τίτλο τιμής, με την έννοια του γνήσιου, του "βέρου" Θεσσαλονικιού.
Ο Τζώρτζ Αμποτ περιδιαβαίνοντας τη Μακεδονία έγραψε προφητικά τον Αύγουστο του 1900: "Οι Τούρκοι και οι Εβραίοι είναι δύο προσωρινοί κάτοικοι - ταξιδιάρικα που­λιά, αν και συγχρόνως αρπαχτικά πουλιά, οι δεύτεροι άξιοι στο να δημιουργούν το χρήμα και οι πρώτοι, στο να το σπαταλούν. Μόλις η Θεσσαλονίκη περάσει κάτω από νέα εξου­σία, οι Τούρκοι θα μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και θα ξεκουμπιστούν. Οι Εβραίοι, αν δεν
εκδιωχτούν, θα παραμείνουν και θα συ­νεχίσουν την ειρηνική τους επιδίωξη για το κέρδος. Οι προσπάθειες των Σλάβων και των Ρουμάνων να εμφανίσουν κατά παραγγελία πληθυσμό, είναι πολύ ψεύτικες, για να τις πάρει κανείς στα σοβαρά" (3).
Οι σλαβογενείς ή σλαβόφωνοι (Βούλγαροι εξαρχικοί, Σέρβοι, Σλαβομακεδόνες) εμ­φανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά το 1770 και παρέμειναν λίγοι και με μικρή επιρροή. Μετά την ίδρυση της Αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας το 1878, που ενίσχυσε το εθνικό συναισθημάτων Βουλγάρων της Θεσ­σαλονίκης και γενικότερα της Μακεδονίας, άρ­χισε να συγκροτείται μία ομάδα διανοούμενων η οποία ίδρυσε το Βουλγαρικό Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης και το 1908 εξέδωσε την εβδο­μαδιαία εφημερίδα "Ναρόντναγια Βόλια", ενώ λίγο αργότερα την τρισεβδομαδιαία" Πατρίδα που κυκλοφορούσε και στα Γαλλικά.  
Οι Βούλγαροι συντηρούσαν δύο δημοτικά σχολεία, ένα γυμνάσιο, ένα παρθεναγωγείο, ένα διδασκαλείο και εμπορική σχολή.
Οι Σέρβοι, λειτουργούσαν γυμνάσιο, παρ­θεναγωγείο και δύο δημοτικά - νηπιαγωγεία. Επίσης λειτουργούσε ρου μανικό νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και εμπορική σχολή.
Τέλος η ολιγάριθμη αλλά δυναμική αρμενική κοινότητα, που το 1918 δεν ξεπερνούσε τα 600 άτομα, θα καταφέρει να επιβάλει την παρουσία της, να αποκτήσει το σχολείο της, ενώ Αρμένιοι εθελοντές θα πολεμήσουν στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ. Αρμένιοι πρόσφυγες θα αρχίσουν να συρρέουν στην πόλη μετά τη γενοκτονία του 1915 και τη Μικρασιατική Εκστρατεία - Καταστροφή του 1922. Περίπου 10.000 Αρμένιοι Θα εγκατασταθούν στους παλιούς τουρκομαχαλάδες και τότε ου­σιαστικά θα αρχίσει η ιστορία της αρμενικής παροικίας στην Ελλάδα.
Στατιστικά μιλώντας, στην αρχή του 20ου αιώνα λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη εκπαι­δευτήρια εννέα θρησκευμάτων και δογμάτων καθώς και 13 εθνοτήτων - γεγονός που εκφρά­ζει το πολυάνθρωπο της πόλης και το διεθνές ενδιαφέρον που συγκέντρωνε.
Ενσωμάτωση
Το 1903 υπήρξε μια σημαδιακή χρονιά για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της γεω­γραφικής Μακεδονίας, που αποτελούσε το "μή­λον της έριδος" τόσο ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και στις ηγεσίες των αφυττνιζόμενων εθνοτήτων ή των υπό δημιουργία βαλκανι­κών κρατών. Η πόλη της Θεσσαλονίκης θα βρεθεί στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων. Έτσι το Γενάρη του 1903 στο Βουλγαρικό Γυ­μνάσιο, η ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Ε­παναστατική Οργάνωση) που απέβλεπε στην αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης με­τά την αποτίναξη του απολυταρχικού καθεστώ­τος του Αβδούλ Χαμίτ, θα καλέσει σε εξέγερση που θα αποτύχει τραγικά - 20 Ιουλίου (ΙΛΙΝΤΕΝ) - με χιλιάδες νεκρούς Σλαβο-Μακεδόνες (5). Στις 28 Απριλίου μια ομάδα Βουλγάρων αναρ­χικών θα καταφύγει σε βομβιστικές ενέργειες, ενώ ένα χρόνο αργότερα ξεκινά ο "Μακεδονικός Αγώνας" για την ένωση της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ως τρόπαιο του πρώτου Βαλκανικού Πολέ­μου, η Θεσσαλονίκη περνά στην ελληνική κυ­ριαρχία και από το 1915 ως το 1918 εμπλέκεται άμεσα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού γίνεται ορμητήριο και κέντρο ανεφοδιασμού της στρα­τιάς της Ανατολής των Δυνάμεων της "Αντάντ" (150.000Αγγλογάλλοι, 112.000 Σέρβοι, 5.000 Ρώσοι). Με το κύμα των προσφύγων που κατέ­φθαναν στην πόλη από ολόκληρη την Μακεδο­νία ο πληθυσμός της άγγιξε τις 500.000.
Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο Ελ­ληνικό κράτος αλλάζει ριζικά τη φυσιογνωμία, όχι μόνο γιατί ένας καινούργιος πληθυσμός θα εισρεύσει στην πόλη (όπως στρατεύματα από μακρινές χώρες, που για την "υποδοχή" τους η πόλη θα υποστεί μια σειρά από σημαντι­κές αλλαγές στην υποδομή της), αλλά και γιατί η μεγάλη πυρκαϊά του 1917 θα καταστρέψει 120 εκτάρια του ιστορικού κέντρου, δημιουργώ­ντας 72.000 άστεγους.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου, στη θέση μιας προ-βιομηχανικής μεσογειακής πόλης, θα οικοδο­μήσει μια μεγάλη νεοελληνική πόλη, προσφέ­ροντας ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής δράσης με τη ρευστοποίηση των περιουσιών και τον ξεριζωμό χιλιάδων ατόμων από τον παραδο­σιακό τους κοινωνικό χώρο, καθώς το 75% των ιδιοκτησιών ανήκε στους Εβραίους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης μεταφράστηκε σε μία απόπειρα πε
ριθωριοποίησης των Εβραίων της πόλης, γεγο­νός που προκάλεσε και διεθνείς αντιδράσεις. Έτσι η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, ο κατ1 άλλους "εκσυγχρονισμός" της, χωροταξικά κα­τάφερε να ελαχιστοποιήσει όλα τα είδη παρα­δοσιακής χρήσης του αστικού χώρου από τις εθνικές και θρησκευτικές ομάδες της πόλης. Η ποικιλία και η πολυχρωμία της πόλης αντικατα­στάθηκαν από μία σχεδόν ισοπεδωτική ομοιο­μορφία. Οι ζωντανές εθνικές κοινότητες αντικαταστάθηκαν ή παραγκωνίστηκαν από ένα μοναδικό κέντρο, από τις προλεταριακές γειτονιές, από τα νέα μικροαστικά στρώματα που στελέχωσαν την Ελληνική Διοίκηση.
Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή διαφοροποίηση στη σύγχρονη ιστορία της πόλης συμβαίνει το 1923, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Κατα­στροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάννης. Η πόλη δέχτηκε τότε περίπου 80.000 πρόσφυγες από Α. Θράκη, Μ. Ασία και Πόντο. Ο πληθυσμός της έφτασε τις 250.000 κατοίκους και η έκταση της από 900 εκτάρια έφτασε τα 2.000, καθώς στην περίμετρο της δημιουργήθηκαν νέοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Έτσι η πόλη από «Σαράγιεβο της Ανατολής» θα γίνει η «Πρωτεύουσα των Προσφύγων», που θα στοιβαχτούν σε πρόχει­ρα παραπήγματα, στις αλήστου μνήμης "παρά­γκες". Οι πρόσφυγες θα αποτελέσουν ένα εί­δος "μαύρης αγοράς" εργασίας, ένα πάμφθηνο εργατικό δυναμικό που πάνω του θα στηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη των δεκαετιών του '20 και του '30 και η δημιουργία μιας νέας άρχου­σας τάξης στην πόλη. Η τελευταία θα διεκδική­σει το δικό της ρόλο απέναντι στο αδηφάγο "Κράτος των Αθηνών" με την ίδρυση της Δ.Ε.Θ. το 1925 και του Α.Π.Θ. το 1926.

" Ελληνοποίηση "

Με την ολοκλήρω­ση της ανταλλαγής πληθυσμών το 1924, κατεδαφίζονται οι μιναρέδες από τους χριστιανικούς ναούς που οι μουσουλμάνοι είχαν μετατρέψει σε τεμένη.
Όσο για τις ακίνητες περιουσίες που εγκατέλειψαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, χρησίμεψαν για την αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων.
Η "ελληνοποίηση" του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης ήταν ραγδαία. Λες και "φύσηξε ο Βαρδάρης" και σάρωσε στο πέρασμα του τις ιδιαιτερότητες που αποτελούσαν τον παραδοσιακό τρόπο ύπαρξης της πόλης. Η πόλη έγινε ένα μεγάλο χωνευτήρι μέσα στο οποίο αναμείχθηκαν οι κοινότητες και κυριαρχήθηκαν από το προσφυγικό στοιχείο. Το καθεστώς διακρίσεων που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος τη δεκαετία του '30 εις βάρος των Εβραίων της πόλης, όπως με τα ξεχωριστά εκλογικά τμήματα, καθώς και οι επιθέσεις φασιστικών ομάδων στις εβραϊκές συνοικίες, ανάγκασαν πολλούς από αυτούς να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη - μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ - και να εγκατασταθούν στο Τελ Αβίβ και τη Χάιφα.
Εβραίοι εργάτες θα είναι μεταξύ των θυμάτων της προλεταριακής εξέγερσης του Μάη του '36, τελευταία γραμμή αντίστασης απέναντι στην επερχόμενη δικτατορία του Μεταξά (4/8/36).
Σ' αυτή τη διαδικασία αφομοίωσης το πλέον ανθεκτικό στοιχείο αποδείχθηκαν οι Τσιγγάνοι και οι Γύφτοι. Σ' αυτό συνέβαλαν τόσο οι ρατσιστικές διακρίσεις σε βάρος τους, ο κοινωνικός αποκλεισμός τους, όσο και ο νομαδικός τρόπος ζωής τους. Σήμερα κατοικούν στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες ή είναι σκηνίτες.
Στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής η Θεσσαλονίκη θα υποστεί μια οδυνηρή πληθυσμιακή συρρίκνωση. Περίπου 48.000 Εβραίοι κάτοικοι της πόλης θα εξοντωθούν στα στρατόπεδα θανάτου Άουσβιτς, Μπίργκεναου και Μπέργκεν - Μπέλσεν, ενώ ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων θα καταφύγει στην επαρχία για να αντιμετωπίσει την πείνα και τους διωγμούς της Κατοχής.
Μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική -φασιστική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, που προκάλεσαν έντονες αλλαγές στη δημογραφική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε τόσο την πλημμυρίδα της εσωτερικής μετανάστευσης, όσο και το δράμα της εξωτερικής μετανάστευσης. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του '60, με τη δημιουργία της βιομηχανικής ζώνης στη Δυτική είσοδο της πόλης, ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε. Την αλματώδη όμως δημογραφική και πολεοδομική της ανάπτυξη η Θεσσαλονίκη την πλήρωσε με την απώλεια της παλιάς ανθρώπινης φυσιογνωμίας της.
Μετά τη διάλυση της Ε. Σ. Σ. Δ. και την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει μεγάλες ιστορικές προκλήσεις και γίνεται και πάλι πόλος έλξης και χώρος εγκατάστασης οικονομικών προσφύγων ή «παλιννοστούντων» Ελλήνων από τις χώρες αυτές. Καθώς όμως οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια συνοδεύτηκαν από έξαρση του εθνικισμού, η πόλη για αρκετό διάστημα βρέθηκε στη δίνη μιας εθνικιστικής παραζάλης, λόγω της αναζωπύρωσης του "Μακεδονικού προβλήματος" μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Η πολυπολιτισμική διάσταση της ιστορίας της, το ίδιο το παρόν και το μέλλον της, απαιτούν να αναδειχθεί και πάλι σε πόλη της αλληλεγγύης και να πρωτοστατήσει στην προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, των μειονοτήτων, στην ανάδειξη των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, για Βαλκάνια χωρίς σύνορα σε μια Ευρώπη χωρίς εθνικά και κοινωνικά τείχη.