...Την εποχή της ραγδαίας πτώσης της γερμανικής οικονομίας κερδίζει αλματικά το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα τις μεγάλες επιτυχίες του: από τις 800.000 ψήφους το καλοκαίρι του 1928 φτάνει στα 6,4 εκατομμύρια το φθινόπωρο του 1930, στα 13 εκατομμύρια το καλοκαίρι του 1932 και στα 17 εκατομμύρια το Γενάρη του 1933. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό του Γαίγκερ (Χίτλερ, Ρότερ Άουφμπάου(1), Οκτώβρης 1930) στα 6,4 εκατομμύρια των εθνικοσοσιαλιστικών ψήφων συγκαταλέγονταν κιόλας τρία περίπου εκατομμύρια ψήφοι εργαζόμενων και μάλιστα 60%-70% υπαλλήλων και 30%-40% εργατών βιομηχανίας.
Το πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η κοινωνιολογική διαδικασία, το διατύπωσε όσο ξέρω τουλάχιστον, με τη μεγαλύτερη ενάργεια ο Καρλ Ράντεκ, ήδη στα 1930 μετά το πρώτο άλμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος έγραφε:
«Δεν ξέρουμε τίποτε παρόμοιο στην ιστορία των πολιτικών αγώνων, ιδίως σε μια χώρα με πολύ παλιούς πολιτικούς διαφορισμούς, όπου κάθε νέο κόμμα πρέπει ν’ αγωνιστεί πολύ σκληρά για να κατακτήσει μια θέση πλάι στα παλιά κόμματα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι για το κόμμα τούτο, που παίρνει τη δεύτερη θέση στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, τίποτε δεν έχει γραφεί ως τα τώρα, ούτε στην αστική ούτε στη σοσιαλιστική φιλολογία. Είναι ένα κόμμα χωρίς ιστορία, που υψώνεται ξαφνικά μέσα στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως αναδύεται ξάφνου καταμεσής στη θάλασσα ένα νησί ξεπεταγμένο από ηφαίστειες δυνάμεις» (Γερμανικές εκλογές, Ρότερ Άουφμπαου, Οκτώβρης 1930)
Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου, πως κι αυτό το νησί έχει την ιστορία του και την εσωτερική λογική του. Η απάντηση στο μαρξικό δίλημμα: «οπισθοδρόμηση στη βαρβαρότητα» ή «άνοδος στο σοσιαλισμό» εξαρτάται, σύμφωνα με τους συλλογισμούς μας, από τούτο: αν δηλαδή η ιδεολογική δομή στις κυριαρχούμενες μάζες συμπίπτει με την οικονομική τους κατάσταση ή αν διαφέρει, είτε επειδή οι μάζες υπομένουν παθητικά την εκμετάλλευση, όπως στις μεγάλες ασιατικές κοινωνίες, είτε επειδή η ιδεολογία της πλειοψηφίας των καταδυναστευμένων είναι είναι αντίθετη από την οικονομική τους κατάσταση, όπως σήμερα στη Γερμανία.
Το βασικό πρόβλημα λοιπόν είναι, τι καθορίζει τη διάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, και εμποδίζει τη συμφωνία της οικονομικής κατάστασης και της ψυχικής ομαδικής δομής. Πρέπει άρα να καταλάβουμε τη φύση της δομής αυτής και τη σχέση της με την οικονομική βάση, απ’ όπου ξεπήδησε.
Για να το κατορθώσουμε, θα πρέπει ν’ απελευθερωθούμε πρώτα από τις αγοραίες μαρξιστικές αντιλήψεις, που δε μας αφήνουν να καταλάβουμε το φασισμό. Ιδού ποιές είναι οι κυριότερες: Ο αγοραίος μαρξισμός χωρίζει σχηματικά τον οικονομικό βίο από το γενικό κοινωνικό βίο και πρεσβεύει πως η «ιδεολογία» και η «συνείδηση» των ανθρώπων καθορίζονται αποκλειστικά και άμεσα από τον οικονομικό βίο. Έτσι καταλήγει σε μια μηχανιστική αντιπαράταξη οικονομίας και ιδεολογίας, «υποδομής» και «εποικοδομήματος». Εξαρτά σχηματικά και μονόπλευρα την ιδεολογία από την οικονομία και παραβλέπει, πως και η εξέλιξη της οικονομίας εξαρτάται από την ιδεολογία. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται καθόλου το πρόβλημα του «αντίκτυπου της ιδεολογίας». Αν και παραδέχεται τώρα πια την «καθυστέρηση του υποκειμενικού παράγοντα», όπως την εννοούσε ο Λένιν, δεν μπορεί να δαμάσει πρακτικά αυτή την καθυστέρηση, επειδή προηγουμένως έβλεπε μονόπλευρα τον υποκειμενικό παράγοντα σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, χωρίς να εξετάζει πρώτον, μήπως οι αντιφάσεις της οικονομίας οφείλονταν στην ιδεολογία και, δεύτερον, χωρίς να καταλαβαίνει, ότι η ιδεολογία είναι ιστορική δύναμη.
Πράγματι, δε θέλει καθόλου να καταλάβει τη δομή και το δυναμισμό της ιδεολογίας, τα σβήνει με μια μονοκοντυλιά σαν «ψυχολογία» «αντιμαρξιστική». Έτσι παραμελεί τον υποκειμενικό παράγοντα, τη λεγόμενη «ψυχική ζωή» μέσα στην ιστορία, κι αφήνει το χειρισμό τους στο μεταφυσικό ιδεαλισμό της πολιτικής αντίδρασης στους Τζεντίλε και τους Ρόζενμπεργκ, που πρεσβεύουν ότι μόνο το «πνεύμα» και η «ψυχή» κινούν την ιστορία – θεωρία που, παραδόξως, τους εξασφαλίζει από πάνω και τεράστια επιτυχία. Ωστόσο, την παραμέληση αυτής της πλευράς της κοινωνιολογίας, ο ίδιος ο Μαρξ την είχε επιρρίψει από τότε στον υλισμό του 18ου αιώνα. Αλλά ο αγοραίος μαρξιστής θεωρεί την ψυχολογία αυτή καθαυτή σαν ένα εξυπαρχής μεταφυσικό σύστημα, και δεν του περνάει από το νου να χωρίσει το μεταφυσικό χαρακτήρα της αντιδραστικής ψυχολογίας από τα βασικά στοιχεία της, αυτά που μας πορίζει η επαναστατική ψυχολογική έρευνα, και που πρέπει να συνεχίσουμε την ανάπτυξή τους. Αντί να ασκήσει δημιουργική κριτική, απορρίπτει απλώς, και αισθάνεται πολύ «υλιστής», όταν αποκρούει ως «ιδεαλιστικά» κάτι δεδομένα σαν την «ορμή», την «ανάγκη» ή την «ψυχική διαδικασία». Έτσι μπλέκεται σε μεγάλες δυσκολίες και εισπράττει μόνο αποτυχίες, επειδή στην κοινωνική πράξη είναι υποχρεωμένος να ασκεί, απροϋπόθετα, μια πρακτική ψυχολογία, να μιλάει για τις «ανάγκες των μαζών», για «επαναστατική συνείδηση», για «απεργιακή βούληση» κλπ.
Έτσι, όσο αρνιέται την ψυχολογία, τόσο καταντά να ασκεί ο ίδιος ένα μεταφυσικό ψυχολογισμό, και ακόμη χειρότερα, κάτι σαν ένα στείρο κουεϊσμό, όταν λ.χ. εξηγεί μια ιστορική κατάσταση με την «ψύχωση Χίτλερ» ή όταν καθησυχάζει τις μάζες παροτρύνοντάς τες να του έχουν εμπιστοσύνη, ότι τα πράγματα προχωρούν παρ’ όλα αυτά και η επανάσταση δεν πρόκειται ποτέ να συντριφτεί, κλπ. Στο τέλος καταντάει να γεμίζει τις μάζες με πλαστό θάρρος, χωρίς να έχει τίποτε ουσιαστικό να πει για την κατάσταση, χωρίς να καταλαβαίνει καθόλου τι έχει συμβεί. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ποτέ αδιέξοδη κατάσταση για την πολιτική αντίδραση, ότι μια οξεία οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει στη βαρβαρότητα κι όχι στην κοινωνική ελευθερία, αυτό είναι και θα μείνει για τον αγοραίο μαρξιστή βιβλίο εφτασφράγιστο. Αντί να αντλήσει τις θεωρίες και την πράξη από την πραγματικότητα, μεταπλάθει στη φαντασία του την πραγματικότητα, για να συμφωνεί με τους ευσεβείς του πόθους.
Η πολιτική μας ψυχολογία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τη διερεύνηση αυτού του «υποκειμενικού παράγοντα της ιστορίας», τη διερεύνηση της χαρακτηρολογικής δομής των ανθρώπων μιας ορισμένης εποχής και της ιδεολογικής δομής της κοινωνίας τους. Δεν αντιτάσσεται στη μαρξιστική κοινωνιολογία, όπως λ.χ. η αντιδραστική ψυχολογία και η ψυχολογιστική οικονομία, προβάλλοντάς της μια «ψυχολογική αντίληψη» του κοινωνικού βίου, αλλά εντάσσεται, σ’ ένα ορισμένο σημείο, στη μαρξική θεωρία, που εξαρτά τη συνείδηση από τον κοινωνικό βίο. Η φράση του Μαρξ, ότι η «ύλη» (το Είναι) μεταβάλλεται μέσα στο νου του ανθρώπου σε «ιδέα», κι όχι αντίστροφα, αφήνει ανοιχτά δύο ερωτήματα: πρώτον, πώς συμβαίνει αυτό; Τι γίνεται μέσα «στο κεφάλι του ανθρώπου»; Δεύτερο, πώς επιδρά αυτή η «συνείδηση» (εφεξής θα την ονομάζουμε «ψυχική δομή») πάνω στην οικονομική διαδικασία; Αυτό το χάσμα γεμίζει η χαρακτηροαναλυτική ψυχολογία, αποκαλύπτοντας τη διαδικασία μέσα στην ψυχική ζωή του ανθρώπου, που καθορίζεται από τις συνθήκες του βίου του. Μ’ αυτό τον τρόπο συλλαμβάνει τον «υποκειμενικό παράγοντα», που δεν τον αντιλαμβάνεται ο μαρξιστής. Η πολιτική ψυχολογία έχει λοιπόν ένα αυστηρά καθορισμένο μέλημα. Δεν μπορεί βέβαια να εξηγήσει τη γένεση της ταξικής κοινωνίας ή τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο της παραγωγής (όταν επιχειρεί κάτι τέτοιο, προκύπτει κατά κανόνα κάποια αντιδραστική ανοησία, όπως π.χ. ότι ο κεφαλαιοκρατισμός είναι μια εκδήλωση της πλεονεξίας του ανθρώπου). Όμως μόνο η πολιτική ψυχολογία – κι όχι η κοινωνική οικονομία – έχει την ικανότητα να ερευνήσει, πώς είναι διαρθρωμένος ο ανθρώπινος χαρακτήρας μιας ορισμένης εποχής, πώς σκέφτεται, πώς δρα, πώς προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στο βίο του. Εξετάζει βέβαια μόνο τον καθέκαστο άνθρωπο. Όταν όμως εξειδικεύεται στη διερεύνηση των τυπικών ψυχικών φαινομένων, που είναι κοινά σ’ ένα κοινωνικό στρώμα, σε μια τάξη ή επαγγελματική ομάδα και παραμερίζει τις ατομικές διαφορές, τότε γίνεται ομαδική ψυχολογία.
…
…”
…”
Βίλχεμ Ράϊχ
Η μαζική ψυχολογία του φασισμού
Εκδόσεις Μπουκουμάνη (1974)
Η μαζική ψυχολογία του φασισμού
Εκδόσεις Μπουκουμάνη (1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου