Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Δεν είναι μήπως πρώτιστο καθήκον του ερευνητή της αλήθειας να χυμάει κατ’ ευθείαν πάνω της, δίχως να κοιτάει ούτε δεξιά ούτε αριστερά;» ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ/ Η σχολική Ιστορία σε καθεστώς κρατικής επιτήρησης και πολιτικής ομηρίας ...ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Φιλόλογος Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης (Δημοσιεύθηκε στη «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ», τεύχ. 125, Ιούλιος-Αύγουστος 2002)

Η σχολική Ιστορία σε καθεστώς κρατικής επιτήρησης και πολιτικής ομηρίας 
      «Δεν  είναι  μήπως πρώτιστο καθήκον του ερευνητή της αλήθειας να
        χυμάει κατ’ ευθείαν πάνω της, δίχως να κοιτάει ούτε δεξιά ούτε αριστερά;»
      ΚΑΡΛ  ΜΑΡΞ 1
      Ένας  από τους «νομιμοποιητικούς» λόγους που επικαλείται η διδασκαλία της ιστορίας, είναι ότι «τροφοδοτεί» τη συλλογική μνήμη, έστω κι αν πολλές φορές τη χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη ή την χειραγωγεί.
             Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει  να ανταποκριθούμε στην κοινή διαπίστωση-προτροπή των Henri Moniot και Michelle Perrot ότι «η αυξανόμενη ισχύς του κράτους προϋποθέτει  ένα αντίβαρο στην κοινωνία των πολιτών: ομάδες και άτομα που θυμούνται και είναι ικανά να αντιτάξουν τη δική τους μνήμη σ’ εκείνη της εξουσίας», αφού, «χωρίς τη συνδρομή της κοινωνικής μνήμης οι πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες δε μπορούν… να προστατευτούν από τις διάφορες μορφές εξωτερικής πολιτικής ή  πολιτισμικής κυριαρχίας»2. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι θα ήταν χρήσιμο να θυμίσουμε ορισμένες από τις μεταδικτατορικές περιπέτειες της σχολικής Ιστορίας στη Δ/βάθμια Εκπαίδευση, «τη μεταπολιτευτική εκδοχή του σισύφειου μύθου ».3
      Οι λογοκριτικές επεμβάσεις της εξουσίας στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, ώστε να παραμείνει «εθνικώς καθαρή» και να μη θίγει τα μύρια όσα ταμπού και κόμπλεξ της νεοελληνικής ιστορικής αφήγησης, δεν αποτελούν, προφανώς, ελληνική πρωτοτυπία και, σχεδόν πάντοτε, συνδυάζονται με την επιβολή διοικητικού ελέγχου ή μέτρων στο έργο του εκπαιδευτικού4. Έτσι, οι «ερμηνευτικές εγκύκλιοι»-ντιρεκτίβες του ΥΠΕΠΘ για μια «εθνοπρεπή διδαχή» της Ιστορίας, κατά κανόνα, συνοδεύονταν από την υπόμνηση προς τους διδάσκοντες σχετικών διατάξεων του Δ.Υ. Κώδικα αλλά και την εφαρμογή του σε όσους δεν «συμμορφώνονταν προς τις υποδείξεις».
      Ήδη ο πρώτος μεταπολιτευτικός υπουργός Παιδείας της «Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», ακαδημαϊκός Ν. Λούρος, «αποσαφηνίζοντας» την υπ’ αριθμ. 8779/28-9-74 εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ για τις ελευθερίες των εκπαιδευτικών και την άρση των δεσμευτικών εγκυκλίων της χούντας, έσπευδε «να υποδείξει» στις 16/10/74 – δηλ. μόλις 20 ημέρες μετά (!) – στους διδάσκοντες να «ασκούν το λειτούργημά των ανεμποδίστως, ελευθέρως αλλά και υποδειγματικώς, εντός του υπό των κειμένων διατάξεων διαγραφομένου πλαισίου, απέχοντες πάσης εκδηλώσεως των προσωπικών πολιτικών τους απόψεων, ως … πάντες οι κρατικοί λειτουργοί».5
      Αλλά  και το Σύνταγμα του 1975, άρθρο 16, παρ.1 την ίδια στιγμή που κατοχυρώνει  την ελευθερία της τέχνης, της  επιστήμης, της έρευνας και της  διδασκαλίας και ορίζει ως υποχρέωση  του κράτους «την ανάπτυξη και προαγωγή τους», προειδοποιεί ότι «η ακαδημαϊκή ελευθερία   και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα», αφού «η παιδεία έχει σκοπό …την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες» (παρ.2)
      Γι’ αυτό και ο υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης στις «υποδείξεις προς το διδακτικόν προσωπικόν» που στέλνει στις 16/4/76 στις Γ.Ε.Μ.Ε., καλεί τους αλήστου μνήμης Επιθεωρητές να δώσουν «εντολήν» στους Γυμνασιάρχες «ίνα συστήσουν καταλλήλως εις πάντας τους υπ’ αυτούς καθηγητάς, ιδία δε τους φιλολόγους και θεολόγους, όπως επ’ ευκαιρία και δια του αρμόζοντος παιδαγωγικού τρόπου προβάλλουν κατά την άσκησιν του έργου των εις τους μαθητάς υψηλάς εθνικάς μορφάς και μεγάλας πράξεις εκ της μακραίωνος ιστορικής μας παραδόσεως, να μην αναφέρονται δε εις θέματα δυνάμενα να εγείρουν αμφισβητήσεις ή αναταραχήν εις τας συνειδήσεις των μαθητών, αποφεύγοντες ούτω να παρέχουν λαβήν εις την εκ του μη όντος δημιουργίαν εντυπώσεων ως και εις την εξαπόλυσιν βιαίων επιθέσεων εκ μέρους του Τύπου ή Οργανώσεων, ταύτα δε πάντα εις στιγμάς, καθ’ ας είπερ ποτέ και άλλοτε επιβάλλεται αρραγής ενότης και πλήρης ομοψυχία όλων των δυνάμεων του Έθνους».6
      Αν  εξαιρέσουμε την καθαρεύουσα  γλώσσα του κειμένου, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τη γνωστή, «κλασική» εθνικιστική ρητορική και επιχειρηματολογία που επιστρατεύθηκε και πρόσφατα εναντίον του νέου βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου. Τότε ως υπουργική εγκύκλιος, τώρα ως επερώτηση βουλευτών της ΝΔ προς τον «εκσυγχρονιστή» υπουργό Παιδείας, που έσπευσε να ικανοποιήσει- από τη μακρινή μάλιστα Κίνα (!)- τις απαιτήσεις της «συντηρητικής», κατά τα άλλα , Δεξιάς αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ, επαξίως εκπροσωπουμένου από τον κ. Παπαθεμελή.
      Οι  συστάσεις της παραπάνω εγκυκλίου, λίγους μήνες μετά (21/9/77), μετατρέπονταν σε εντολές προς τα εποπτικά όργανα της εκπαίδευσης «να λάβουν κάθε πρόσφορο προληπτικό ή και κατασταλτικό μέτρο… προκειμένου να καταστεί σε όλους σαφές ότι δεν θα επιτραπεί καμία πολιτικού χαρακτήρα ενέργεια, εκδηλωτική πολιτικών φρονημάτων».7
      Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η εγκύκλιος  του τελευταίου, πριν την άνοδο  του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, υφυπουργού Παιδείας της ΝΔ, Ν. Καλτεζιώτη, «Σχολείο και Πολιτική», 23/2/81.
      «… ο εθνικός φρονιματισμός, η δημοκρατική αγωγή, ο σεβασμός στην ιερότητα των ελληνικών και χριστιανικών παραδόσεων, συνθέτουν τις ιδεολογικές διαστάσεις του ελληνικού σχολείου και καθορίζουν αποκλειστικά τον πνευματικό του χώρο. Εκείνοι που έχουν αποδεχτεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, είναι αυτονόητο ότι αποδέχονται τις βασικές αρχές και τις παιδευτικές αξίες που η Πολιτεία έχει θεσπίσει ως χρέος αγωγής. Οποιαδήποτε άλλης μορφής και άλλης προελεύσεως αξιολόγηση είναι παράνομη και ασυμβίβαστη με το έργο του εκπαιδευτικού.
      Με  τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει συνειδητό  ότι αποτελεί βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα  κάθε πολιτικού χαρακτήρα  ενέργεια, εκδήλωση πολιτικών φρονημάτων ή προπαγάνδα, στο  χώρο του σχολικού περιβάλλοντος. Κάθε τέτοια εκτροπή των  εκπαιδευτικών θα τιμωρείται αυστηρότατα.»8
      Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ το Δεκέμβριο  του 1981 ανακαλεί την εγκύκλιο αυτή μπροστά στις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει και υπόσχεται «αναμόρφωση» των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας.
      Τα  δειλά και αποσπασματικά βήματα που θα ακολουθήσουν, δε θα βγάλουν τη σχολική ιστορία από το τέλμα. Οι στόχοι της διδασκαλίας θα παραμείνουν προσηλωμένοι στα παραδοσιακά ιδεολογικά στερεότυπα, ενώ η «μαρξίζουσα» γλώσσα ορισμένων εγχειριδίων θα προκαλέσει τη λυσσασμένη αντίδραση των βουλευτών της Ν.Δ. Όπως και τώρα, ανακαλύπτουν «κακοποίηση της ιστορικής αλήθειας» και απαιτούν την απόσυρσή τους, με τις ευλογίες φυσικά του εκκλησιαστικού καταστημένου και υπό τις ψυχροπολεμικές κραυγές του δεξιού τύπου, αλλά και των σωματείων…πολυτέκνων(!) και των κομματικά υποκινούμενων συλλόγων γονέων και κηδεμόνων.
      Κατά  τη βραχύβια επάνοδό της στην εξουσία, η ΝΔ περικόπτει αφενός τη διδασκαλία όσων σημείων της σχολικής ιστορίας την ενοχλούν, και, αφετέρου,   απαγορεύει τη διδασκαλία της «Ιστορίας του ανθρωπίνου γένους» του «αθέου, υλιστού συγγραφέως» Λ. Σταυριανού. Το δρόμο όμως της είχε  ήδη ανοίξει η ίδια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, όταν την άνοιξη του 1989 απέσυρε την «Ιστορία τουΝεοελληνικού Κράτους» του Λ. Σταυριανού και περιέκοψε, στο όνομα μάλιστα της «ενίσχυσης» της ελληνικής Ιστορίας(!), τα κεφάλαια της « Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας» του Β. Κρεμμυδά (Γ΄ Γυμνασίου) που αναφέρονται στη μεταπολεμική Ελλάδα και κάλυπταν την περίοδο από τα «Δεκεμβριανά» ως την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στη εξουσία το 1981.
        Η ιδεολογική «κάθαρση» του  βιβλίου έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν τον κοινόχρηστο όρο «καπιταλισμός», αφαίρεσαν ολόκληρο το 6ο κεφάλαιο (!) με τον τίτλο «Η Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Η οργάνωση του καπιταλισμού».9
        Το βιβλίο θα αποσυρθεί, τελικά, το 1991, αφού ο εκ των εισηγητών της επιτροπής αξιολόγησης του εγχειριδίου, Σ. Καργάκος, διαπιστώνει «μονομέρειες ιδεολογικές» και προτείνει την αντικατάστασή του και τη συγγραφή νέου «με μεγαλύτερη έμφαση στην Ελληνική Ιστορία» και «πιο πρόσφορο στη διδακτική πράξη». Με την ανάθεση από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της συγγραφής του νέου βιβλίου στον Β. Σφυρόερα «σπρώχνεται το εκκρεμές προς την αντίθετη ιδεολογικά πλευρά», σχολιάζει με δυσφορία ο Φ. Βώρος10. Η διαπίστωση, βέβαια, αυτή δεν τον εμποδίζει, με αφορμή το δημοψήφισμα στα Σκόπια, να προτείνει στους διδάσκοντες να «αξιοποιήσουν», μεταξύ άλλων, το προπαγανδιστικό τεύχος «Μακεδονία», που διανεμήθηκε στα σχολεία το 1988-89, θεωρώντας «επιτακτικό το χρέος να ενημερώσουμε τους μαθητές μας για το ανύπαρκτο πια μακεδονικό ζήτημα στο εσωτερικό της χώρας μας».11
      Αν  ανατρέξει κανείς στα πρακτικά των  συνεδριάσεων του ΚΕΜΕ ή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, εύκολα θα διαπιστώσει την υπαλληλική εξάρτηση των συμβούλων τους από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ και την προκρούστεια λογική με την οποία αντιμετωπίζουν τη σχολική Ιστορία. Πολλές από τις διορθώσεις που επιφέρουν στα σχολικά βιβλία δεν αφορούν απλώς υπαρκτές ανακρίβειες, ελλείψεις ή στριφνές διατυπώσεις, αλλά, είτε υπαγορεύονται από τις εκάστοτε ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής είτε αποτελούν παραχωρήσεις στις απαιτήσεις εκκλησιαστικών – παρεκκλησιαστικών ή πολιτικών εθνικιστικών κύκλων. Ο λόγος προφανής:
      «…με  τη διεύρυνση των γεωγραφικών οριζόντων, με την παγκόσμια οικονομική ενοποίηση, αλλά επίσης με τον πολιτικό κατακερματισμό του κόσμου, το παρελθόν των κοινωνιών αναδεικνύεται, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, σε διακύβευμα των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα κράτη, ανάμεσα στα έθνη, ανάμεσα στους πολιτισμούς και στις εθνότητες. Ελέγχοντας το παρελθόν μπορεί κανείς να κυριαρχήσει εύκολα επάνω στο παρόν, να νομιμοποιήσει εξουσίες και διαμφισβητήσεις.»12  Ενδεικτική είναι η απόφαση του Τμήματος Ιστορίας του Π.Ι. για τον τρόπο εφαρμογής της «αρχής της αμοιβαιότητας» στα πλαίσια της ελληνοπολωνικής-ελληνοβουλγαρικής συνεργασίας για τα εγχειρίδια Ιστορίας των Βαλκανικών Χωρών13, που συνέταξαν οι Φ.Βώρος και Σ.Παπασπηλιόπουλος:
      «Βασικές  ελληνικές θέσεις είναι:…3) Τα τρέχοντα εθνικά μας ζητήματα εκφράζονται α) με τα επίσημα σχολικά βιβλία ιστορίας, β) με τις θέσεις του ΥπΕξ, που η συμμετοχή του είναι απαραίτητη σε κάθε διμερή διαπραγμάτευση».14
      Καθώς, λοιπόν, η σχολική Ιστορία τελεί  υπό καθεστώς κρατικής επιτήρησης και  πολιτικής ομηρίας, η παιδαγωγική αυτονομία του εκπαιδευτικού έχει συρρικνωθεί δραματικά. Ιδιαίτερα στο Λύκειο, που έχει μετατραπεί σε διαρκές εξεταστικό κέντρο, είναι απαγορευτική η ανάπτυξη κάθε πρωτοβουλίας. Ο διδάσκων έχει μετατραπεί σε αγχωμένο διεκπεραιωτή αλληλοαναιρούμενων -συνήθως-εγκυκλίων για την κάλυψη της εξεταστέας ύλης του ενός και μόνου «εγκεκριμένου» σχολικού εγχειριδίου ή «οδηγιών διδασκαλίας» που, συνήθως, πόρρω απέχουν από τη σχολική πραγματικότητα. Έτσι, το μάθημα της Ιστορίας καταντά υπαλληλικό καθήκον για τον διδάσκοντα και εξεταστική αγγαρεία για τον διδασκόμενο.
      Γι’ αυτό, ενώ όλοι μιλάνε για την ιστορία, δεν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για την Ιστορία ως γνωστικού κλάδου. Η αποστειρωμένη στον κλίβανο του εθνικισμού σχολική ιστορία δεν προσφέρει κανένα κίνητρο στους μαθητές. Η ακινητοποιημένη- μεταφυσική εικόνα που τους παρουσιάζουν στο σχολείο για το παρελθόν, συντρίβεται καθημερινά μπροστά στα μάτια τους, καθώς ζουν και ζούμε σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον γεμάτο συγκρούσεις, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, χωρίς συμμετρίες και προ παντός «ανάδελφα» έθνη. Οι ιδεολογικές-πολιτικές επιπτώσεις αυτού του τρόπου διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς, οι ανασφάλειές της, εκφράζονται ανάγλυφα και από το γεγονός ότι προηγούνται σταθερά στις προτιμήσεις της συντηρητικοί  θεσμοί ή πρόσωπα, που προβάλλουν ως πρότυπο ένα «κράτος–σκαντζόχοιρο» που θα υπερασπίσει την «εθνική ημών ιδιοπροσωπεία» κατά ορατών και αόρατων εχθρών.
      Σε  πείσμα όμως των γεγονότων, ο υπερσυντηρητικός αυτός εθνικισμός, βρίσκοντας ευήκοα ώτα στο στρατόπεδο του υποτιθέμενου «εκσυγχρονισμού», απαιτεί και επιβάλλει την εθνοκάθαρση του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, πριν φτάσει στις σχολικές αίθουσες, ανακαλώντας στη μνήμη μας τα προφητικά λόγια του Σοφοκλή Μαρκιανού: «Μέσα στην οχλοβοή και τη σύγχυση αυτή άρχισαν να γράφονται τα πρώτα επεισόδια ενός σενάριου, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και που, προοικοδομεί την τύχη του μαθήματος της ιστορίας, μόλις οι αδιόρθωτοι νοσταλγοί του παρελθόντος κατόρθωσαν να επανέλθουν στο προσκήνιο.»15
      Αλλά  η λογοκριτική επέμβαση του υπουργού Παιδείας και η εκκωφαντική σιωπή του Π.Ι. δεν έχει ως αποδέκτες μόνο τους συγκεκριμένους ή τους μελλοντικούς συγγραφείς εγχειριδίων Ιστορίας. Όπως σωστά διαπιστώνει μια ομάδα δασκάλων από σχολικό συγκρότημα «ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ» της Καλλιθέας
      «το λανθάνον, ασφαλώς αθέλητο αλλά πάντως σαφές μήνυμα που εκπέμπει προς όλους εμάς τόσο η παρέμβαση του κ. υπουργού όσο και η αντιμετώπισή της από τον ακαδημαϊκό χώρο και ειδικότερα από τα στελέχη του Π.Ι. είναι το εξής: «μην ακούτε τα λόγια και τις εξαγγελίες μας, κοιτάξτε την πράξη μας. Μην ξεφεύγετε από την (ασφαλή) πεπατημένη, μην πειραματίζεστε, μην καινοτομείτε, μην εκτίθεστε. Γιατί μπορεί σε μια άλλη συγκυρία οι πρωτοβουλίες σας να θεωρηθούν ως μη συνάδουσες με…» και γι’ αυτό «επιζήμιες» ή και ανατρεπτικές ή ακόμα και αντέθνικές -    ποιος μπορεί να το  αποκλείσει, όταν τόσα ακούστηκαν και γράφτηκαν σε βάρος της συγγραφικής ομάδας του εν λόγω εγχειριδίου; Τώρα μάλιστα που ξεκινάει και η αξιολόγηση…»16
      Οι  εκπαιδευτικοί, λοιπόν, έχουν να δώσουν μια δίδυμη μάχη, πολιτική και εκπαιδευτική:
        Πρέπει πρώτα-πρώτα να υπερασπίσουν την παιδαγωγική τους αυτονομία, το οξυγόνο της δουλειάς τους, απέναντι στους νέους μηχανισμούς χειραγώγησης που προωθεί το ΥΠΕΠΘ (κομματικοί Περιφερειάρχες εκπαίδευσης, μετατροπή των σχολικών συμβούλων σε ελεγκτές – αξιολογητές, επιβολή «διοικητικής και παιδαγωγικής πειθαρχίας» με το νέο «Σχολικό κανονισμό»).
      Παρά  τα ασφυκτικά πλαίσια μέσα στα  οποία λειτουργούν οι εκπαιδευτικοί, οι δυνατότητες παρέμβασής τους δεν είναι μηδενικές. Στο επίπεδο, τουλάχιστον, της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης έχουν τα περιθώρια να πειραματιστούν και να αναπτύξουν μεθόδους και τεχνικές που μπορούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών για το παρελθόν ως «παρόν Είναι» και όχι ως νεκρό βάρος. «Αρκεί πρώτοι αυτοί να κατανοήσουν ότι η ιστορία είναι περιέργεια για όλες τις όψεις της ζωής των ανθρώπων που έζησαν στο παρελθόν˙  ότι η έρευνα για τους ανθρώπους μέσα στο χρόνο προϋποθέτει ότι επεξεργαζόμαστε  τα αποσπασματικά και ποικίλα ίχνη τους που διασώθηκαν˙ ότι η γνώση που παράγεται με την έρευνα δεν είναι ποτέ οριστική, γιατί τα ερωτήματα που θέτουμε στο παρελθόν αλλάζουν σε κάθε εποχή, όπως και τα μέσα με τα οποία μπορούμε να τα απαντήσουμε˙ και ότι όσο περισσότερο γνωρίζουμε για τις πολλαπλές και σύνθετες όψεις του παρελθόντος τόσο μπορούμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του παρόντος και να παρέμβουμε σε αυτό, για να το αλλάξουμε ή να το διαφυλάξουμε.»17
             Το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να υπερασπίσει την ιστορική παιδεία ως κατακτημένο δημόσιο αγαθό, απέναντι στη «συστηματική παρεμπόδιση απόκτησης και απόλαυσής του» από την εξουσία και τα όργανά της στην Εκπαίδευση.18
      Μια ριζική ανανέωση του μαθήματος της Ιστορίας, στο επίπεδο «παραγωγής» διδακτικού υλικού και εκπόνησης Αναλυτικών Προγραμμάτων θα  απαιτούσε την ίδρυση ανεξάρτητων ερευνητικών ινστιτούτων σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, που θα λειτουργούσαν με συμμετοχικές διαδικασίες και διαφάνεια, χωρίς το «μακρύ χέρι»  της εξουσίας.
      Πιστεύω ότι σ’ αυτή τη μάχη πρέπει να ακολουθήσουμε  τη συμβουλή του  MICHAEL W. APPLE:
      «Μόνο αν έχουμε επαφή με την πραγματικότητα, είναι δυνατός ο μετασχηματισμός του συστήματος. Καθώς οι απόψεις μας γίνονται λιγότερο απλουστευτικές και λιγότερο μηχανιστικές, οι θεωρίες μας αρχίζουν να αλλάζουν. Η κοινωνικο-οικονομική και ιδεολογική πραγματικότητα θα μπορέσει να αλλάξει, μόνο αν πάρουμε αυτή την πρακτική διάσταση στα σοβαρά».19 
ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ
Φιλόλογος Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης
(Δημοσιεύθηκε στη «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ», τεύχ. 125, Ιούλιος-Αύγουστος 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια: