«Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός»
του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη
Διπλό και επώδυνο το οφειλόμενο χρέος του σημερινού σημειώματος: προς τις ιερές σκιές των 50.000 περίπου Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που από τα ξημερώματα της 15ης Μαρτίου 1943, πατικωμένοι μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια για ζώα, θα μεταφέρονταν κατά χιλιάδες στα ναζιστικά κρεματόρια για να γίνουν στάχτη. Αλλά και προς έναν άξιο γόνο των ελάχιστων που επέζησαν της «τελικής λύσης», τον Αλμπέρτο Ναρ, το συμφοιτητή, το συγγραφέα – θεματοφύλακα της πολυεθνοτικής ιστορίας της γενέθλιας πόλης μας, όπου «έζησε και αναλώθηκε» μόλις στα 58 του χρόνια, στις 2 του Μάρτη.
«Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, πληγή κακοφορμισμένη που δε λέει να γιάνει», γράφει στην ομότιτλη συλλογή του, καθώς προσπαθεί να ξεμπερδέψει την «πετονιά της μνήμης», περισυλλέγοντας μαρτυρίες – θραύσματα ζωής για τους ανθρώπους που γονιμοποίησαν με την παρουσία τους μια πόλη που «είναι τόσο σκληρή για όσους επιμένουν να θυμούνται».
Μεγάλωσε μέσα στον απόηχο της ναζιστικής φρίκης, σ’ ένα σπίτι που βάραιναν πάντα οι σκιές των αδικοχαμένων προγόνων του. Γι’ αυτό ένιωθε πάντα ένα «ανεξόφλητο χρέος» για κείνους που χάθηκαν, αλλά πιο πολύ απέναντι σ’ εκείνους που σώθηκαν.
Έχοντας πλήρη συνείδηση ότι το Ολοκαύτωμα δεν περιγράφεται, αναβιώνει εκείνες τις τραγικές φυσιογνωμίες που δεν γνώρισε «κατά τις επιθυμίες του, σαν να ασκείται σε ταξίμι μακρόσυρτο και παραπονιάρικο». Γι’ αυτό αφήνει «τη φρίκη και την τραγωδία να κυκλοφορούν στις αρτηρίες των αφηγήσεών του υπόγεια και σε χαμηλούς τόνους, εκκωφαντικές και υποβλητικές», σχολιάζει ο Κ. Καρακώτιας στην ΑΥΓΗ (18/2/2000)
Ο Αλμπέρτος Ναρ, όπως ο αυθεντικός «Σαλονικάι» ήρωάς του Τζάκο Σουλέμα, γέννημα θρέμμα των τενεκεδομαχαλάδων της Θεσσαλονίκης, αναζητεί τους δρόμους και τα καλντερίμια όπου γράφτηκε με πυρωμένο σίδερο η ιστορία της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, της αιματοβαμμένης εργατικής εξέγερσης το Μάη του ’36, του ξεριζωμού των ομοεθνών του από τους δήμιους των χιτλερικών SD Ντίτερ Βισλιτσένι και Αλόις Μπρίνερ.
Συναντηθήκαμε για τελευταία φορά τον περασμένο Νοέμβρη στα υπόγεια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, στα αρχεία των εφημερίδων. Συνέχιζε, ως γνήσιος «Σαλονικάι», μαζί με τη μάχη της ζωής, και τη μάχη της μνήμης. Για να ανακαλέσει από τη λήθη αγαπημένες μνήμες για τους ανθρώπους «που τους πήραν καράβια με μαύρα πανιά». Γιατί, όπως έγραφε στο «Δέντρο», με αφορμή τα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης, «για να σε στηρίξουν οι μυριάδες πρόγονοι, επιστρέφοντας από λησμονημένες χώρες…πάνω στα ερείπια τα πανάκριβα όνειρά σου θα στεγάσεις. Κι ας νιώθεις πια σαν ξεκομμένος και σαν απαρατήρητος, έτσι ως ολόγυρα τα πάντα μεταβάλλονται οριστικά και αμετάκλητα», (Η πόλη μου, οι ρίζες μου, Δεκ. 1985-Γεν.1986 ).
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, ΑΥΓΗ, Τρίτη 15/3/05
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου