Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου
εκδόσεις Επίκεντρο, σ. 448
Για τη μνήμη και τη λήθη του Εμφυλίου, ως συγκροτημένου επιστημονικού πεδίου μελέτης, είναι ανάγκη, πέρα από την καταγραφή της πολλαπλότητάς τους, να εντοπιστούν και να αναλυθούν οι λόγοι για τους οποίους διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, όπως και οι πολλαπλές ερμηνείες που δίνουν τόσο οι ίδιοι οι μάρτυρες όσο και οι επιστήμονες ενός ευρύτατου, πλέον, διεπιστημονικού χώρου, καθώς η μνήμη, κοινωνική αλλά και ατομική, καθίσταται αντικείμενο μιας πλειάδας επιστημών, με επικέντρωση, σε μεγάλο βαθμό, στην εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων και της εβραϊκής γενοκτονίας. Η διαδικασία αυτή είναι απολύτως απαραίτητη, προκειμένου μια ιστορική εμπειρία με τραυματικό χαρακτήρα να ενταχθεί στη δημόσια σφαίρα συζήτησης, να κατανοηθεί και να ξεπεραστεί.
Οπως, όμως, σημειώνουν οι επιμελητές του τόμου Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, οι εμφύλιες συγκρούσεις ξεφεύγουν από αυτόν τον «κανόνα», καθώς, «λόγω του διχαστικού τους χαρακτήρα, οι εμφύλιοι πόλεμοι ενσωματώνονται πολύ πιο δύσκολα σε ένα εθνικό ηγεμονικό αφήγημα». Κι ενώ οι πολλαπλές αφηγήσεις θα μπορούσαν να λειτουργούν προς όφελος μιας πολυπρισματικής και πληθυντικής ερμηνείας, στην περίπτωση των εμφυλίων οι αφηγήσεις παραμένουν σε μεγάλο βαθμό πολωμένες.
«Μνήμες των Εμφυλίων: Τόποι και εργαλεία» είναι ο τίτλος του πολύ ενδιαφέροντος συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2006 στην Κορησσό, από το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφύλιων Πολέμων, και είχε στόχο: α) την καταγραφή και αξιοποίηση των διαθέσιμων μορφών μνήμης για τον ελληνικό Εμφύλιο, β) τη διεπιστημονική προσέγγιση της μνήμης ως πολυδιάστατου κοινωνικού γεγονότος, γ) τη διερεύνηση των μεθοδολογικών εργαλείων για την προσέγγιση της μνήμης. Στον τίτλο του τόμου αποτυπώνεται η βασική θεματική του συνεδρίου, το οποίο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε μέρος της τοπικής κοινωνίας, αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι η μνήμη του Εμφυλίου πληγώνει ακόμα. Το γεγονός ότι πολλοί από τους πιο σθεναρούς επικριτές όχι μόνο παρακολούθησαν το συνέδριο, αλλά συμμετείχαν και στη συζήτηση, έδειξε ότι η ανοιχτή αντιμετώπιση και των πιο επώδυνων σημείων του Εμφυλίου δεν είναι μόνον εφικτή, αλλά και αναγκαία. Ο ελληνικός Εμφύλιος (1946-1949) δεν ήταν απλώς μια ένοπλη σύρραξη, αλλά ήταν μια κατεξοχήν πολιτική σύγκρουση (Αριστεράς - Δεξιάς), το τέλος της οποίας ταυτίζεται σχεδόν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο διάστημα των 40 χρόνων που διήρκεσε, ο νόμος της σιωπής, άρα η άρνηση της μνήμης, λειτούργησε ως ένας τρόπος διαφύλαξης των κοινωνικών ισορροπιών που είχαν διαταραχθεί και ανατραπεί στη διάρκεια της εμπόλεμης δεκαετίας του 1940. Ομως ο νόμος της σιωπής ως πολιτική της λήθης «εξομάλυνε» τη μετάβαση στα μεταπολεμικά καθεστώτα και επέτρεψε στην κοινωνία να επουλώσει τις πληγές της. Ταυτόχρονα, ως άγραφο συμβόλαιο, δημιούργησε άρρηκτες διασυνδέσεις ανάμεσα στους «δικούς» και στους «εχθρούς» και επιβεβαίωσε ότι τα μυστικά και των δύο αντιπάλων θα διαφυλαχθούν.
Τα 19 κείμενα που συγκεντρώνονται στον συλλογικό τόμο χωρίζονται σε 6 διαφορετικές ενότητες. Οι συγγραφείς τους, έγκυροι ιστορικοί, προσεγγίζουν το καυτό ζήτημα του Εμφυλίου με κοινές θέσεις και μεθοδολογικές αφετηρίες.
Στην πρώτη ενότητα, «Η φυσιολογία της μνήμης», η Ελβίρα Μασούρα και ο Φίλιππος Καργόπουλος, συνοψίζοντας τα πειραματικά δεδομένα των τελευταίων ετών σχετικά με τη νοητική της υποδομή από τη σκοπιά της γνωσιακής επιστήμης, εισάγουν την ορολογία της «βραχυπρόθεσμης/ μακροπρόθεσμης» μνήμης, που αποτελεί προϋπόθεση της συλλογικής μνήμης ως αντικειμένου των κοινωνικών επιστημών.
Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Μεθοδολογικά ζητήματα στη μελέτη της μνήμης του Εμφυλίου», παρουσιάζονται τα μεθοδολογικά προβλήματα που θέτουν η ταυτόχρονη μελέτη της μνήμης από την Ιστορία και την Ανθρωπολογία και η διττή φύση των «πηγών»: γραπτές - προφορικές.
Ο Πολυμέρης Βόγλης, για να προσεγγίσει τις διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς και της Δεξιάς, στις αφηγήσεις τους για τη δεκαετία του 1940, χρησιμοποιεί ως αφετηρία την έννοια της «διαιρεμένης μνήμης». Ως κορυφαίο διαιρετικό γεγονός -ο ελληνικός Εμφύλιος- και η μετεμφυλιακή διαιώνισή του διαμόρφωσαν μια αντίστοιχα «διαιρεμένη μνήμη». Η Τασούλα Βερβενιώτη θίγει το θέμα της διαμόρφωσης της μνήμης του Εμφυλίου και υποστηρίζει ότι η υπάρχουσα μνήμη διαμορφώθηκε μέσα από τις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, κυρίως λόγω της έλλειψης πρόσβασης των ιστορικών στα αρχεία του Εμφυλίου. Απουσιάζουν από τη μνήμη του Εμφυλίου οι έγκλειστες στα στρατόπεδα του ΓΕΣ γυναίκες, οι οποίες δεν έχουν εκδώσει μαρτυρίες. Οσον αφορά τις φυλακές, οι γραπτές μαρτυρίες επικεντρώνονται στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, όπου βρισκόταν η ηγεσία των κρατουμένων, και με βάση αυτές τις μαρτυρίες έχει δομηθεί η μνήμη του Εμφυλίου, ενώ η πλειονότητα των κρατουμένων έζησε στις φυλακές της επαρχίας. Η Κωνσταντίνα Μπάδα, αξιοποιώντας αρχειακό υλικό από την Ενωση Δημοκρατικών Γυναικών και μαρτυρίες γυναικών από την περιοχή του Αγρινίου, επιχειρεί μια ερμηνεία «εκ των έσω» για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος αποτελούν μορφές κοινωνικής δράσης και επηρεάζουν το παρόν διαφορετικών ταυτοτήτων. Στο κείμενό της η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν εστιάζει στις μνήμες του «παιδομαζώματος», χρησιμοποιώντας μαρτυρίες των δρώντων προσώπων, δηλαδή των παιδιών. Τέλος, ο Βασίλης Δαλκαβούκης θέτει τους όρους μιας μεθολογικής συζήτησης που θα αφορά τα «εργαλεία» με τα οποία προσεγγίζουμε από τη σκοπιά της Ανθρωπολογίας και της προφορικής ιστορίας τον Εμφύλιο.
Η, υπό τον τίτλο: «Παραδείγματα "μνημονικών τόπων"», τρίτη ενότητα εισάγει τον αναγνώστη στη μελέτη του πολυδιάστατου φαινομένου που ο Πιερ Νορά στο κλασικό έργο του «Between Memory and History. Les Lieux de Memoire», (Representation, 1989) αποκάλεσε «μνημονικούς τόπους». Ο Νορά ισχυρίζεται ότι κατά παράδοξο τρόπο αυτό το φαινόμενο οφείλεται στο γεγονός ότι έχει εξασθενήσει η ζωντανή μνήμη των κοινωνών μας, έτσι όπως μεταβιβαζόταν παραδοσιακά μέσα από την οικογένεια και τις τοπικές συλλογικότητες· δεν θα είχαμε την ανάγκη των τόσων μνημονικών τόπων αν είχαν διατηρηθεί τα «περιβάλλοντα μνήμης» που άλλοτε διαμόρφωναν την κοινή μνήμη. Ο Δημήτρης Χ. Παπαδόπουλος αναλύει τις αόρατες πτυχές των επιπτώσεων του Εμφυλίου στον χώρο των Πρεσπών, εστιάζοντας στην υλικότητα της μνήμης όπως έχει εγγραφεί στο φυσικό τοπίο, αλλά και στη βιωμένη εμπειρία των κατοίκων με βάση τις προφορικές αφηγήσεις. Ο Ιωάννης Καρακατσάνης εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο δεξιοί και αριστεροί πρωταγωνιστές στη Μάνη θυμούνται τις τότε ιδεολογικές τους προσλήψεις και πώς αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία τους. Ο Γιώργος Πετρόπουλος μελετά ορισμένες πτυχές του μνημονικού λόγου των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως έχουν αποτυπωθεί σε δημοσιευμένες και ανέκδοτες εκθέσεις των ηγετών τους, που υποβλήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Ο Θανάσης Μιχαηλίδης εξετάζει τις προφορικές μαρτυρίες των πολιτικών προσφύγων δεύτερης γενιάς σχετικά με τη ζωή στην προσφυγιά και μετά τον επαναπατρισμό τους, εστιάζει στην πολιτική τους υποκειμενικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Επισημαίνει ότι από καταθέσεις μαρτυριών διαπιστώνονται ορισμένα γεγονότα να ερμηνεύονται ή να προβάλλονται ως ορθά από τη μία πλευρά, ενώ ταυτόχρονα να αμφισβητούνται από την άλλη.
Η ενότητα κλείνει με ένα κείμενο του Λόρινγκ Ντάνφορθ που μας μεταφέρει στο πεδίο της πολιτικής λογοτεχνίας και στη σχέση μεταξύ μνήμης και ταυτότητας. Τον απασχολεί ιδιαίτερα η περίπτωση του Νίκολας Γκέιτζ, ο οποίος στο βιβλίο του Ελένη ισχυρίζεται ότι παρουσιάζει μια αντικειμενική περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατο της μητέρας του. Η συνεισφορά όμως στην κατανόηση της Ιστορίας είναι περιορισμένη, γιατί είναι μια συγκινητική προσωπική ιστορία που φωτίζει μόνο μία όψη από τις πολλές τραγικές ιστορίες που θα μπορούσαν να γραφτούν για τον Εμφύλιο.
Τα τρία άρθρα της τέταρτης ενότητας με τίτλο: «Η μνήμη του Εμφυλίου στον κομματικό λόγο» πραγματεύονται τον κομματικό λόγο συνολικά για τη δεκαετία του 1940. Η Ελένη Πασχαλούδη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον πολιτικό λόγο των κομμάτων του Κέντρου, την περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του ένοπλου Εμφυλίου (1950-1964). Η Λαμπρινή Ρόρη εξετάζει την παρουσία ή και απουσία της δεκαετίας του 1940 σε θεμελιώδη κείμενα του ΠΑΣΟΚ, πριν, αλλά κυρίως στη διάρκεια της διακυβέρνησής του (1981-1989). Ο Στάθης Τσιράς αναφέρεται στον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, ο οποίος ιδρύθηκε το 2000. Εξετάζει τα επίσημα έγγραφα του κόμματος, καθώς και το πολιτικό του πρόγραμμα, όπου δεν υπάρχουν άμεσες, αλλά μόνον έμμεσες αναφορές στη δεκαετία του 1940.
Στην πέμπτη ενότητα, με τίτλο «Εμφυλιακές μνήμες και σχολικά εγχειρίδια», δημοσιεύονται δύο κείμενα τα οποία δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ένταση μεταξύ μνήμης και αμνησίας στον δημόσιο λόγο περί Ιστορίας. Η Μαρία Μποντίλα καταγράφει με ποιον τρόπο ο Εμφύλιος αναπαρίσταται διαχρονικά στα βιβλία της Ιστορίας που διδάχτηκαν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και η Ειρήνη Λαγάνη εξετάζει την αναπαράσταση της Αντίστασης στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας και της Γαλλίας, αντίστοιχα.
Στην έκτη και τελευταία ενότητα, «Εμφυλιακές μνήμες από τη σκοπιά της λογοτεχνία και του κινηματογράφου», η Μαρία Νικολοπούλου αναφέρεται στον τρόπο που ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στη νουβέλα Ιαγουάρος θεματοποιεί τη λειτουργία της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου και επισημαίνει τη διαπλοκή της με τα συμφέροντα του παρόντος, ενώ ο Λάμπρος Φλιτούρης αναφέρεται στη σχέση της ιστορικής με την κινηματογραφική μνήμη αναφορικά με την τραυματική εμπειρία του Εμφυλίου. Τέλος, στα άλλα δύο κείμενα η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου ασχολείται με τον λογοτεχνικό και κινηματογραφικό ήρωα του ρωσικού Εμφυλίου Τσαπάγεφ, ενώ ο Παναγιώτης Π. Σπυρόπουλος, αναλύοντας τις ταινίες της «Τριλογίας του πολέμου» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, που αναπαριστούν τα εμφύλια γεγονότα στην Ιταλία την περίοδο 1943-45, υποστηρίζει ότι ο νεορεαλιστής σκηνοθέτης παρουσιάζει μια εξωραϊσμένη εικόνα της ιστορικής πραγματικότητας.
Η συλλογική έκδοση με τη μνήμη του Εμφυλίου -πρώτη διεπιστημονική απόπειρα καταγραφής των μορφών μνήμης για τον Εμφύλιο και των μεθοδολογικών εργαλείων προσέγγισής της- τροφοδοτεί τους νέους ερευνητές με πλήθος βιβλιογραφικές αναφορές, εμπλουτίζει τη συζήτηση για την κοινωνική μνήμη και την ιστορία του Εμφυλίου με νέα εμπειρικά ή και πραγματολογικά δεδομένα, προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό μια πλούσια πηγή αναζήτησης και προβληματισμού σχετικά με ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας, ίσως πιο τραυματικό και από τη Μικρασιατική Καταστροφή, γιατί ως ολοκληρωτικός πόλεμος ενέπλεξε όλο το φάσμα των κοινωνικών δυνάμεων. Χωρίς δισταγμό, θα μιλήσουμε για εξαιρετικά σημαντικό εκδοτικό γεγονός.
Δ.Ν.Μ.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου